Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [2941 - 2960]
-
σφρῐγάω (σπαργάω), μόνο στον ενεστ., 1. είμαι σφριγηλός, γεμάτος από ζωτικούς χυμούς και ενέργεια, είμαι γεμάτος ζωή, ακμάζω· λέγεται για νεαρούς ανθρώπους και καλοαναθρεμμένα άλογα, εύσαρκος, θρεμμένος, αυτός που σφύζει από υγεία και ζωντάνια, ακμαίος, Λατ. vigere, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. μεταφ., σφριγῶν μῦθος, ζωηρός, γεμάτος έξαψη, σφοδρός λόγος, σε Ευρ.
-
σφυγμός, ὁ (σφύζω), τακτικός χτύπος της καρδιάς, παλμός, κάθε σφοδρή συγκίνηση, κλονισμός, σε Πλούτ.
-
σφυγμ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που είναι όμοιος με σφυγμό, με παλμό, σε Αριστ.
-
σφυδάω, μόνο σε ενεστ., = σφύζω· μεταφ., είμαι γεμάτος σφρίγος και ζωτική ενέργεια, σε Αισχύλ.
-
σφύζω, Δωρ. σφύσδω (√ΣΦΥΓ), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, χτυπώ δυνατά, λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι πυρετωδώς, με σφοδρότητα και ορμή, σε Θεόκρ.
-
σφῦρᾰ, ἡ, 1. σφυρί, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. βαριοπούλα, μεγάλο σφυρί που χρησιμοποιείτο ως γεωργικό εργαλείο για να σπάει τους σβώλους του χώματος, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
-
σφῡρ-ήλατος, -ον (ἐλαύνω),· I. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρί, αντίθ. προς το χυτό, λιωμένο μέταλλο (χωνευτός), σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. μεταφ., κατειργασμένος όπως να ήταν από σίδερο, τραχύς, σκληρός, άκαμπτος, σε Λουκ.
-
σφῠρόν, τό, I. αστράγαλος του ποδιού, κότσι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. II. μεταφ., πρόποδες βουνού, σε Πίνδ., Ανθ.· επίσης, Λιβύας ἄκρον σφυρόν, το ανώτατο και πιο απομακρυσμένο άκρο της Λιβύης, σε Θεόκρ.
-
σφύσδην, Δωρ. αντί σφύζειν, απαρ. του σφύζω.
-
σφώ, συγκεκ. ονομ. και αιτ. αντί σφῶϊ, βλ. σύ II.
-
σφωέ, ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. σφωΐν· αυτοί οι δύο, και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και πάντοτε εγκλιτ., σε Όμηρ.
-
σφῶϊ, σφῶϊν, αρσ. και θηλ. δυϊκ. της προσ. αντων. του βʹ προσ., εσείς οι δύο, βλ. σύ II.
-
σφωΐτερος[ῐ], -α, -ον, 1. κτητ. επίθ. του σφῶϊ, του δυϊκ. της προσ. αντων. βʹ προσ., αυτός που ανήκει σε σας τους δύο· σφωΐτερον ἔπος, τα λόγια των δυο σας, σε Ομήρ. Ιλ.· για το βʹ πρόσ. ενικ., δικός σου, σε Θεόκρ. 2. για το γʹ πρόσ. ενικ., δικός του, δική του, Λατ. suus, στον ίδ.
-
σφῷν, συνηρ. αντί σφῶϊν, γεν. και δοτ. του σφῶϊ.
-
σχᾰδών, -όνος, ἡ, κυψελίδα κηρήθρας μελισσών, και στον πληθ., κηρήθρα, Λατ. favus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
-
σχάζω, παρατ. ἔσχων (όπως αν προερχόταν από τύπο *σχάω)· μέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔσχᾰσα· αρχική σημασία, λύνω, χαλαρώνω τα δεσμά, αφήνω ελεύθερο· απ' όπου· I. σχίζω, ανοίγω, σε Αριστοφ.· σχάζωφλέβα, ανοίγω φλέβα, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για άνθη, σχάζω κάλυκας, σε Ανθ. II. 1. αφήνω κάτι να πέσει, εγκαταλείπω, σε Ξεν. 2. παραμελώ, αφήνω, εγκαταλείπω· σχάσας τὴν φροντίδα, αφού απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το μυαλό του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· σχάζω τὰς μηχανάς, αφήνω τις μηχανορραφίες να μπουν σε λειτουργία, σε Πλούτ. 3. αναχαιτίζω, εμποδίζω, σταματώ κάτι, Λατ. inhibere· κώπαν σχάσον, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον ὄμμα, χαμήλωσε τα μάτια σου, σε Ευρ. — Μέσ., σχασάμενος τὴνἱππικήν, αφήνοντας, σταματώντας την ιππασία, καταπαύοντας το ζήλο του για την ιππασία, σε Αριστοφ.
-
σχᾰλίς, -ίδος, ἡ, ξύλινο κοντάρι με απόληξη δικράνας για τη στήριξη των κυνηγετικών διχτυών, σε Ξεν.
-
*σχάω, βλ. σχάζω.
-
σχέ, προστ. αορ. βʹ του ἔχω.
-
σχέδην, επίρρ. (σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω), ήσυχα, σιγά-σιγά, απαλά, προσεκτικά, σε Ξεν.