Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [2921 - 2940]
-
σφιγγίον, τό, περιδέραιο, περιλαίμιο, σε Λουκ.
-
σφίγγω, μέλ. σφίγξω, αόρ. ἔσφιγξα, παρακ. ἔσφιγμαι· δένω σφιχτά, δένω με δύναμη, συγκρατώ, συνάπτω, σε Αισχύλ., Θεόκρ. — Παθ., σε Θεόκρ.
-
σφιγκτήρ, -ῆρος, ὁ, επίδεσμος, ταινία, μαντίλι, σε Ανθ.
-
σφιγκτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σφίγγω, σφιχτοδεμένος, συσφιγμένος· το ουδ. πληθ. σφιγκτά, ως επίρρ., σε Ανθ.
-
Σφίγξ, Σφιγγός, ἡ, Σφίγγα, θηλυκό μυθικό τέρας, θυγατέρα του Όρθρου και της αδελφής του Χίμαιρας, σε Ησίοδ.· οι Τραγ. την παριστάνουν να προτείνει ένα αίνιγμα στους Θηβαίους και να σκοτώνει όσους δεν κατόρθωναν να το λύσουν· ο Οιδίποδας το έλυσε και τότε εκείνη αυτοκτόνησε. (πιθ. από το σφίγγω, η Στραγγαλίστρα).
-
σφῐν, σφῐσῐ, σφῐσῐν, δοτ. του σφεῖς.
-
σφογγίον, σφόγγος, Αττ. αντί σπόγγος.
-
σφόδρᾰ, επίρρ.· I. πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά, ορμητικά, βίαια, δυνατά, σφοδρά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με επίθ., σφόδρα ὑπέρτεροι, πολύ, μακράν ανώτεροι, σε Πίνδ.· σφόδρα ἄδικος, σε Πλάτ.· με ουσ., τὴν σφόδρα φιλίαν, στον ίδ.· II. σφόδρα γε, καὶ σφόδρα γε, σε απαντήσεις, με μεγάλη, ακλόνητη βεβαιότητα, στον ίδ.
-
σφοδρός, -ά, -όν και επίσης -ός, -όν· 1. ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος, σε Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για ανθρώπους, βίαιος, ορμητικός, παράφορος, σε Πλάτ.· επίσης, εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός, σε Ξεν.
-
σφοδρότης, -ητος, ἡ, ορμητικότητα, ορμή, βία, παραφορά, δριμύτητα, ένταση, σε Ξεν.
-
σφοδρύνομαι, Παθ., είμαι ή γίνομαι σφοδρός, βίαιος, παράφορος· σφονδρύνεσθαί τινι, δείχνω υπερβολική πεποίθηση για κάτι, επαίρομαι, θρασύνομαι, σε Αισχύλ.
-
σφονδύλη[ῡ], ἡ, είδος σκαθαριού (βρομούσα), που τρέφεται με ρίζες φυτών και όταν χτυπηθεί αναδίδει μια πολύ δυνατή οσμή, σε Αριστοφ.
-
σφονδύλιος[ῠ], ὁ, όπως το σφόνδυλος, ο σπόνδυλος της σπονδυλικής στήλης, ραχοκόκκαλο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
σφονδῠλο-δίνητος[ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.
-
σφόνδῠλος, ὁ, I. σπόνδυλος, σε Αριστοφ.· στον πληθ., σπονδυλική στήλη, ράχη ή αυχένας, σε Ευρ. II. Λατ. verticillus, στρογγυλό βαρύ εξάρτημα που στερεώνεται στο κάτω μέρος της ατράκτου και διευκολύνει την περιστροφή της κατά το γνέσιμο, σφοντύλι, σε Πλάτ.
-
σφός, σφή, σφόν (σφεῖς), ποιητ. αντί σφέτερος· 1. δικός τους, δική τους, δικό τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. στον ενικ., δικός του, δική του, δικό του, σε Θέογν.
-
σφρᾱγῑδ-ονῠχ-αργο-κομήτης, -ου, ὁ (σφραγίς, ὄνυξ, ἀργός), κωμ. προσωνύμιο για τον φιλάρεσκο, αυτόν που καλλωπίζεται υπερβολικά· ο φιλάρεσκος που έχει δακτυλίδια με σφραγίδες για διακόσμηση, λευκά νύχια και μακριά μαλλιά, σε Αριστοφ.
-
σφρᾱγίζω, Ιων. σφρηγίζω, μέλ. -ίσω, Αττ. -ιῶ, I. θέτω σφραγίδα, σφραγίζω, σε Ευρ. — Μέσ., σφραγίζω για λογαριασμό μου, αναθέτω σε κάποιον να επιθέσει σφραγίδα για λογαριασμό μου, σε Πλούτ. — Παθ., μτχ. παρακ., ἐσφραγισμένος, αυτός που έχει σφραγιστεί, που κρατείται σφραγισμένος, σε Αισχύλ. II. θέτω σημείο ή σημάδι σαν να έθετα σφραγίδα, σημαδεύω, σε Ανθ.· δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, λέγεται για τραυματίες, σε Ευρ. II. μεταφ., 1. επισφραγίζω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, επιδοκιμάζω, σε Κ.Δ., Ανθ. — Μέσ., βεβαιώνω, παρέχω διαβεβαίωση για κάτι, με αιτ. πράγμ., σε Κ.Δ.· περιορίζω, οριοθετώ, σε Ανθ. 2. επιθέτω τη σφραγίδα μου σε κάποιον, πιστοποιώ κάποιον ως πιστό υπηρέτη ή ως απεσταλμένο μου, τινά, σε Κ.Δ.
-
σφρᾱγίς, Ιων. σφρηγίς, -ῖδος, ἡ, I. 1. σφραγίδα, βασιλική σφραγίδα («βούλα»), δαχτυλίδι που φέρει σφραγίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. λίθος που εντίθεται σε δαχτυλίδι και χρησιμοποιείται ως σφραγίδα, σφραγιδόλιθος, δαχτυλιδόπετρα, πολύτιμος λίθος, σε Ηρόδ., Λουκ. II. αποτύπωμα σφραγιδόλιθου, σφραγίδα, «βούλα», χάραγμα, σφράγισμα, σε Σοφ., Θουκ.· μεταφ., σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδε, ως εγγύηση ή έγκριση ή διαβεβαίωση, σε Θέογν.· γλώσσῃ σφραγὶς ἐπικείσθω, σε Ανθ.
-
σφράγισμα, -ατος, τό (σφρᾱγίζω), επίθεση, εκτύπωμα σφραγίδας, δαχτυλιδιού που έχει σφραγιδόλιθο, σφραγίδα, σε Ευρ., Ξεν.