Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [261 - 280]
σῆραγξ, -αγγος, , κοίλος βράχος, σπηλιά, σπήλαιο, σε Πλάτ.· λέγεται για σπηλιά λιονταριού, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
σηρῐκός, , -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Κ.Δ.
σής, , γεν. σεός, πληθ. σέες, σέας, σέων· μεταγεν. γεν. σητός κ.λπ.· σκώρος που κατατρώγει μάλλινα υφάσματα, έντομο, σαράκι, Λατ. tinca, σε Αριστοφ.· μεταφ., κωμικό παρωνύμο των γραμματικών, των «βιβλιοφάγων», σε Ανθ.
σησᾰμαῖος, , -ον, παρασκευασμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Λουκ.
σησάμη[ᾰ], , σησάμη (σουσαμιά), φυτό από τον καρπό του οποίου (σήσαμον) εξαγόταν κατόπιν εκθλίψεως είδος λαδιού, το σησαμέλαιο. (άγν. προέλ.).
σησᾰμῆ, , πολτός από ψημένο και αλεσμένο σουσάμι, σουσαμόπιτα, παστέλι, σε Αριστοφ.
σησάμῐνος[ᾰ], , -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.
σησᾰμόεις, -εσσα, -εν, προερχόμενος ή παρασκευασμένος από σουσάμι, σουσαμένιος· ως ουσ. (συνηρ.) σησαμοῦς, , γλύκισμα, πίτα που παρασκευάζεται από σουσάμι, παστέλι, σε Αριστοφ.
σήσᾰμον, τό, I. σπόρος ή καρπός του φυτού της «σουσαμιάς» (σησάμη), σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. = σησάμη, σε Αριστοφ., Ξεν.
σησᾰμό-τῡρον, τό, μείγμα από σουσάμι και τυρί, σε Βατραχομ.
Σηστός, ή , η πόλη Σηστός, στην Ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλήσποντου, απέναντι από την πόλη Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ.
σητό-βρωτος, -ον (σής, βι-βρώσκω), σκωροφαγωμένος, αυτός που τον έχουν καταφάγει ο σκώρος ή τα σκουλήκια, σκωληκόβρωτος, σε Κ.Δ.
σητό-κοπος, -ον (κόπτω), = το προηγ., σε Ανθ.
-σθα, αρχαϊκή κατάληξη του Ενεργ. βʹ ενικ. προσ., σε Όμηρ., και σε άλλους ποιητές, κατά κανόνα στην υποτ., όπως ἐθέλῃσθα, ἔχῃσθα, εἴπῃσθα· σπανίως σε ευκτ. όπως κλαίοισθα. Στην Αττ. διατηρήθηκε σε ορισμένα ανώμ. ρήματα, ἦσθα, οἶσθα, ᾔδησθα.
σθενᾰρός, , -όν, δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. σθεναρώτερος, σε Σοφ.
σθένος, -εος, τό, I. 1. δύναμη, ισχύς, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· με απαρ., σθένος πολεμίζειν, πολεμική ισχύς, σε Ομήρ. Ιλ.· σθένος ὥστε καθελεῖν, σε Ευρ.· σθένει, με δύναμη, ισχυρά, σε Σοφ.· λόγῳ τε καὶ σθένει, τόσο με το δίκαιο όσο και με την πυγμή, στον ίδ.· ομοίως, ὑπὸ σθένους, σε Ευρ.· παντὶ σθένει, με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει κάποιος, σε Θουκ. 2. δύναμη, ρώμη κάθε είδους, τόσο ηθική όσο και σωματική, σθένος τῆς ἀληθείας, σε Σοφ.· ἀγγέλων σθένος, η δύναμη ή το κύρος τους, σε Αισχύλ. II. 1. στρατιωτική ισχύς, δύναμη, υπεροχή σε ετοιμοπόλεμους άντρες, όπως το δύναμις, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. vis αντί cobia, αφθονία. III. περιφραστικά όπως τα βίη, ἴς, μένος, δηλ. σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίονος, αντί για τους ίδιους τους Ιδομενέα, Ωρίωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
σθένω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. (σθένος), 1. διαθέτω δύναμη, ισχύ ή εξουσία, είμαι δυνατός ή ισχυρός, σε Σοφ., Ευρ.· σθένωχερί, ποσί, έχω δύναμη στα χέρια, στα πόδια, σε Σοφ., Ευρ.· σθένοντος ἐν πλούτῳ, σε Σοφ.· τοσοῦτον σθένει, στον ίδ.· ὅσονπερ ἂν σθένῃ, στον ίδ.· οἱ κάτω σθένοντες, οι θεοί που κυβερνούν, εξουσιάζουν τον Κάτω Κόσμο, σε Ευρ. 2. με απαρ., έχω δύναμη ή ισχύ να κάνω κάτι, είμαι ικανός, μπορώ, δύναμαι, σε Σοφ., Ευρ.
σιᾱγών, Ιων. σιηγών, -όνος, , οστό του σαγονιού, σαγόνι, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
σίᾰλον ή σίελον, τό, σάλιο, έκκριμα των σιελογόνων αδένων, φτύμα, σε Ξεν. κ.λπ.
σίᾰλος, , παχύς χοίρος, με ή χωρίς το σῦς, σε Όμηρ.