Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [2561 - 2580]
-
συν-ιζάνω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.· 1. κατακαθίζω, καταπέφτω, σε Θεόκρ., Πλούτ. 2. καταλαγιάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.
-
συνίζησις, -εως, ἡ, καθίζηση, καταβύθιση, βούλιαγμα, σε Πλούτ.
-
συν-ίζω, μέλ. -ιζήσω, κάθομαι μαζί, συγκάθημαι, συνεδριάζω, συσκέπτομαι, σε Ηρόδ.
-
συν-ίημι, Αττ. ξυν-, βʹ πρόσ. -ίης· γʹ ενικ. και πληθ. -ιεῖ, -ιοῦσι· προστ. ξυνίει· γʹ ενικ. υποτ. -ίῃ· απαρ. -ιέναι, Επικ. -ῑέμεν· μτχ. -ιείς· παρατ. συνίην ή -ίειν· γʹ πληθ. ξυνίεσαν, Επικ. ξύνιεν· μέλ. συνήσω, αόρ. αʹ συνῆκα, Επικ. ξυνέηκα· προστ. αορ. βʹ σύνες, μτχ. συνείς· — Μέσ., γʹ ενικ. αορ. βʹ ξύνετο, αʹ πληθ. υποτ. συνώμεθα· I. 1. οδηγώ ή στέλνω μαζί σε σύγκρουση, με εχθρική σημασία, όπως το Λατ. committere· ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. Μέσ., έρχομαι ή καταλήγω στο ίδιο σημείο, έρχομαι σε συμφωνία, στο ίδ. II. 1. μεταφ., αντιλαμβάνομαι, ακούω, με αιτ. πράγμ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ· ξυνίημι ἀλλήλων, καταλαβαίνω τη γλώσσα των άλλων, την ξένη γλώσσα, σε Ηρόδ.· κατά κανόνα με αιτ. πράγμ., στον ίδ., Αττ.· απόλ., τοῖς ξυνεῖσι, σε αυτούς πουυ καταλαβαίνουν, στους νοήμονες, στους εχέφρονες, σε Θέογν.
-
συν-ικνέομαι, μέλ. -ίξομαι, αόρ. βʹ -ῑκόμην, φθάνω σε, επιδεικνύω ενδιαφέρον, σε Αριστ.
-
συνίμεν, Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).
-
συνιοῦσι, γʹ πληθ. του συνίημι (όπως αν προερχόταν από τύπο συνιέω).
-
συν-ίππαρχος, ὁ, συναρχηγός, συνδιοικητής ιππικού, αυτός που φέρει από κοινού το αξίωμα του ιππάρχου, σε Ηρόδ.
-
συν-ιππεύς, -έως, ὁ, αυτός που συνυπηρετεί με κάποιον στο ιππικό, συμμαχητής, σύντροφος στο σώμα του ιππικού, σε Δημ.
-
σύνῐσαν, I. Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo), πήγαν μαζί. II. Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του σύνοιδα, γνωρίζουν, συνειδητοποιούν από κοινού.
-
συν-ιστάω, = συν-ίστημι III, σε Κ.Δ.
-
συν-ίστημι, παρατ. -ίστην, μέλ. συστήσω, αόρ. αʹ συνέστησα·
Α. I. τοποθετώ, στερεώνω, στήνω μαζί, συνδυάζω, συνάπτω, συνδέω, συνενώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· μαντικὴν ἑαυτῷ συστῆσαι, καταφέρνω να ενωθώ με τη μαντική τέχνη, δηλ. να γίνω κάτοχός της, να την γνωρίζω ενδελεχώς, σε Ηρόδ. II. συνάπτω, τακτοποιώ, βάζω μαζί, διευθετώ, συσχηματίζω, μορφοποιώ, συνενώνω, σε Θουκ., Δημ.· επινοώ, διοργανώνω, ορίζω, συνίστημι θάνατον ἐπί τινι, σε Ηρόδ.· συνίστημι τιμάς, ορίζω τις τιμές που πρέπει να αποδοθούν, σε Δημ.· ομοίως σε Μέσ. αόρ. αʹ, σε Ισοκρ. III. 1. φέρνω κάποιους κοντά ώστε να γίνουν φίλοι, παρουσιάζω τον έναν στον άλλο, κάνω τις συστάσεις, τινά τινι, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., συνεστάθη Κύρῳ, σε Ξεν. 2. λέγεται για οφειλέτη, παρουσιάζω, παρέχω κάποιον ως εγγυητή, τινά τινι, σε Ισοκρ. Β. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ συνέστην· παρακ. συνέστηκα, μτχ. συνεστηκώς, συνηρ. συνεστώς, -ῶσα, -ώς ή -ός, Ιων. συνεστεώς, -εῶσα, -εώς· επίσης, Μέσ. μέλ. συστήσομαι· I. στέκομαι μαζί, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, παρατάσσομαι, σχηματίζω παράταξη μάχης, σε Ξεν. II. 1. με εχθρική σημασία, πολέμοιο συνεσταότος, όταν συνήφθη η μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, λέγεται για πρόσωπα, συνίστασθαί τινι, συμπλέκομαι σε μάχη, συναντώ σε μάχη, έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι, συγκρούομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν, όταν οι στρατηγοί διαφωνούσαν, σε Ηρόδ. 2. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι σε κάτι, λιμῷ καὶ καμάτῳ, στον ίδ.· συνεστῶτες ἀγῶνι, σε Θουκ. III. 1. συνιστώ, δημιουργώ όμιλο, συνδέομαι στενά, οργανώνω, συγκροτώ σύνδεσμο, στον ίδ.· τὸ ξυνιστάμενον, συνωμότες, σε Αριστοφ.· ομοίως, οἱ ξυνεστῶτες, τὸ συνεστηκός, σε Θουκ., Αισχίν. 2. σχετίζομαι, συνδέομαι στενά, όπως π.χ. με τα δεσμά του γάμου, με σύστ. αντ., λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα, σε Σοφ. IV. 1. συνίσταμαι, μορφοποιούμαι, σχηματίζομαι, συντίθεμαι, σε Ξεν. 2. συμβαίνω, γίνομαι, προκύπτω, σε Δημ. 3. συντηρώ, υπομένω, επιμένω, διαρκώ, εξακολουθώ, σε Ηρόδ.· με στρατιωτική σημασία, ξυνεστὼς στρατός, αυτός που έχει συγκροτηθεί καλά, πειθαρχημένος, εξασκημένος, οργανωμένος, τακτικός, σε Ευρ.· στράτευμα συνεστηκός, καλά οργανωμένο στράτευμα, ετοιμοπόλεμο, σε Δημ. V. είμαι συμπαγής, σταθερός, στερεός, σε Ξεν. VI. συστέλλομαι, ζαρώνω, συνοφρυώνομαι, ξυνεστὸς φρενῶν = σύστασις Β. II. 2., σε Ευρ.
-
συν-ίστωρ, -ορος, ὁ, ἡ, 1. αυτός που γνωρίζει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, γνώστης, συνειδητοποιημένος· ὡς θεοὶ ξυνίστορες, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ. 2. με αιτ. (οπότε συντάσσεται ως ρήμα), πολλὰ συνίστορα κακά, αυτός που είναι γνώστης πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.
-
συνισχναίνω, μέλ. -ᾰνῶ, λιγοστεύω, αδυνατίζω, αφυδατώνω από κοινού· μεταφ. από κοινού, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω, σμικρύνω κάτι, σε Ευρ.
-
συν-ισχῡρίζω, μέλ. -σω, είμαι ισχυρός από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
-
συν-ίσχω, = συνέχω, Παθ., υποφέρω, πάσχω, καταθλίβομαι, σε Πλάτ.
-
συν-ναίω, κατοικώ, διαμένω, συγκατοικώ μαζί με άλλους, συνοικώ, συζώ, συμβιώνω, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.
-
συν-νάσσω, μέλ. -ξω, συμπιέζω σφιχτά, με δύναμη, σε Ηρόδ.
-
συν-ναυβάτης[ᾰ], -ου, ὁ, συνεπιβάτης στο πλοίο, συνταξιδιώτης, σε Σοφ.
-
συν-ναυμᾱχέω, μέλ. -ήσω, εμπλέκομαι σε ναυμαχία μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.