Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [221 - 240]
σέσεισμαι, Παθ. παρακ. του σείω.
σέσηπα, παρακ. του σήπω.
σεσοφισμένως, επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.
σέσωσμαι, Παθ. παρακ. του σῴζω.
σεῦ, εγκλιτ. σευ, Ιων. αντί σοῦ, σου, γεν. του σύ.
σεῦα, Επικ. αόρ. αʹ του σεύω· -σεῦται αντί σεύεται.
σεῦτλον, τό, Ιων. και μεταγεν. Αττ. αντί τεῦτλον, κοκκινογούλι, σέσκουλο.
σεύω, Επικ. αορ. αʹ ἔσευα και σεῦαΜέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ σεύᾰτο, πληθ. ἐσσεύαντοΠαθ., αόρ. αʹ ἐσύθην [ῠ], ἐσσύθην [ῠ], ποιητ. σύθην· παρακ. (με σημασία ενεστ.) ἔσσῠμαι, μτχ. ἐσσύμενος (όχι -μένος)· στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ποιητ. αόρ. βʹ ἐσσύμην [ῠ], βʹ ενικ. ἔσσυο, γʹ ενικ. ἔσσῠτο, Επικ. σύτο, μτχ. σύμενος· εκτός αυτών, γʹ ενικ. σεῦται, αντί γʹ πληθ. σεύεται, σοῦνται, αντί σεύονται, προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε· I. 1. θέτω σε γρήγορη κίνηση· οδηγώ, κυνηγώ, διώχνω μακριά, απομακρύνω, σε Όμηρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. διεγείρω, εξωθώ εναντίον, κύνας σεύω ἐπὶ συΐ, στο ίδ.· με απαρ., παρακινώ, προτρέπω, σε Ομήρ. Οδ. 3. λέγεται για πράγματα, ρίπτω, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. Παθ. και Μέσ., 1. τρέχω, ορμώ, εκσφενδονίζομαι ή τινάζομαι κατά μήκος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· με απαρ., επιταχύνω, σπεύδω να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., είμαι πρόθυμος, επιθυμώ σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. ἐσσύμενος.
σεφθείς, μτχ. αορ. αʹ του σέβομαι.
σέων, γεν. πληθ. του σής.
σεωυτοῦ, θηλ. σεωυτῆς, Ιων. αντί σεαυτοῦ, σεαυτῆς.
σηκάζω, μέλ. -σω (σηκός), εγκλείω σε περιφραγμένο χώρο, σε μαντρί, μαντρώνω — Παθ., σήκασθεν (αντί ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, εγκλωβίστηκαν στο Ίλιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες, σε Ξεν.
σηκίς, -ίδος, (σηκός), οικονόμος του σπιτιού, θυρωρός, υπηρέτρια, σε Αριστοφ.
σηκίτης[ῑ], -ου, Δωρ. σᾱκίτας, , (σηκός), αυτός που παραμένει εσώκλειστος στον στάβλο, αυτός που θηλάζει, λέγεται για νεογέννητο, βυζανιάρικο αρνάκι, σε Θεόκρ.
σηκο-κόρος, , (κορέω), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, βοσκός, σε Ομήρ. Οδ.
σηκός, Δωρ. σᾱκός, · I. στάβλος, μάντρα, μαντρί, στάνη, περιφραγμένος χώρος, όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σηκὸς δράκοντος, η σπηλιά του δράκοντα, σε Ευρ. II. 1. ιερός περίβολος, ναΐσκος, άδυτο, σε Σοφ., Ευρ. 2. τάφος, τόπος ταφής, νεκροταφείο, σε Σιμων. III. κορμός (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, κουφάλα γέρικης ελιάς, σε Λυσ.
σηκόω, μέλ. -ώσω, ζυγίζω, σταθμίζω, σε Πλούτ.
σήκωμα, Δωρ. σάκωμα, -ατος, τό, I. βαρίδι στη ζυγαριά, σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης, είναι μικρό το βαρίδι που ρίχνεις στη ζυγαριά, σε Ευρ. II. = σηκός II, ιερός περίβολος, στον ίδ.
σῆμα, Δωρ. σᾶμα, -ατος, τό· 1. σημείο, σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρισμα, σημείο μέσω του οποίου αναγνωρίζουμε κάποιον ή κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· σημάδι σε σχήμα αστεριού στο μέτωπο ενός αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. σημείο από τον ουρανό, σημάδι θεϊκό, οιωνός, προμήνυμα, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. γενικά, σινιάλο, σύνθημα, σήμα για να κάνει ή να αρχίσει κάποιος κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· σύνθημα, σε Ευρ.· σημάδι για την έναρξη της μάχης, σινιάλο, στον ίδ. 4. σημάδι μέσω του οποίου καθίσταται αναγνωρίσιμος ο τόπος ταφής, ο τύμβος, το ανάχωμα του τάφου, Λατ. tumulus, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, μνήμα, τύμβος, τάφος, σε Ηρόδ., Αττ. 5. χαρακτηριστικό σημάδι μέσω του οποίου πιστοποιείται η ταυτότητα κάποιου· τὰ σήματα λυγρὰ του Βελλερεφόντη (συνθηματικές καταγγελίες που στάλθηκαν με τον Βελλερεφόντη στον πεθερό του, ώστε να τον υποβάλλει αυτός στην δοκιμασία των δέκα άθλων) ήταν εικονογραφημένα, όχι γραπτά, σημεία (βλ. γράφω, αρχ.), σε Ομήρ. Ιλ.· το «σημάδι», το διακριτικό γνώρισμα στη μοίρα του Αίαντα,, στο ίδ.· χαρακτηριστικό σύμβολο, έμβλημα ή κόσμημα πάνω στην ασπίδα, για να αναγνωρίζεται ο πολεμιστής, σε Αισχύλ.· σφραγίδα που αποτυπωνόταν σε επιστολή, σε Σοφ. 6. αστερισμός, σύμπλεγμα αστεριών στον ουρανό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
σημαία, (σῆμα), πολεμική σημαία, λάβαρο, μπαϊράκι, παντιέρα, σε Πολύβ.· στρατιωτικό σώμα που ήταν παρατεταγμένο κάτω από την ίδια σημαία, το Ρωμ. manipulus, στον ίδ.