Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [2181 - 2200]
συνδιάκτορος, , από κοινού διάκτορος (αγγελιοφόρος), δηλ. σύντροφος του Ερμή, καθώς το επίθ. διάκτορος αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, ψυχοπομπός, σε Λουκ.
συν-διαλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συμβάλλω στη συμφιλίωση, συμφιλιώνω από κοινού, μονοιάζω, τινὰ πρός τινα, σε Δημ.
συν-διαλύω, μέλ. -λύσω [ῡ], 1. βοηθώ στην κατάπαυση, στο καταλάγιασμα, καθησυχάζω, σε Ισοκρ. 2. βοηθώ στην καταλλαγή, τη συμφιλίωση, συμφιλιώνω, σε Δημ. 3. Μέσ., συνεισφέρω στην εξόφληση, σε Λουκ.
συν-διαμένω, διαμένω, παραμένω από κοινού με άλλους, σε Ξεν.
συν-διαμνημονεύω, μέλ. -σω, φέρνω στη μνήμη μου μαζί ή μαζί με άλλους, κάνω μνεία από κοινού, σε Δημ., Αισχίν.
συν-διανεύω, μέλ. -σω, κάνω νεύμα στρέφοντας το κεφάλι μου εδώ κι εκεί συγχρόνως, σε Πολύβ.
συν-διανοέομαι, αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.
συν-διαπλέω, πλέω, διαπλέω μαζί, σε Λουκ.
συν-διαπολεμέω, μέλ. -ήσω, πολεμώ μέχρι τέλους από κοινού με κάποιον· νῆεςαἱ ξυνδιαπολεμήσασαι, πλοία που παρέμειναν μαζί του καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, σε Θουκ.
συν-δι-ᾰπορέω, μέλ. -ήσω, εγείρω αμφιβολίες, απορίες ή ερωτήσεις από κοινού, σε Πλούτ.
συν-διαπράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ. II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.
συν-διασκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, συνεξετάζω ή διερευνώ από κοινού με, τί τινι ή μετά τινος, σε Πλάτ.· ομοίως στον Μέσ. ενεστ., στον ίδ.
συν-διαστρέφω, μέλ. -ψω, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, διαφθείρω από κοινού — Παθ., συστρέφομαι, διαστρέφομαι από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.
συν-διασῴζω, συμβάλλω στη διάσωση ή στη διατήρηση, σε Θουκ., Δημ.
συν-διατᾰλαιπωρέω, μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.
συν-διατελέω, Αττ. μέλ. -τελῶ, συνεχίζω μέχρι τέλους, εξακολουθώ μέχρι το τέλος, σε Πλάτ.
συν-διατηρέω, μέλ. -ήσω, συμβάλλω στη διατήρηση ή τη συντήρηση κάποιου πράγματος, διαφυλάσσω, σε Πολύβ.
συν-διατρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, I. 1. περνώ ή δαπανώ χρόνο από κοινού ή μαζί με κάποιον, συνοικώ, σε Αισχίν. 2. απόλ. (ενν. βίον), ζω σταθερά μαζί με, συζώ, συμβιώνω· οἱ τῷ Σωκράτει συνδιατρίβοντες, οι μαθητές του, σε Ξεν. II. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ισοκρ.
συν-διαφέρω, μέλ. -διοίσω, I. περιφέρω, συμπαρασύρω εδώ κι εκεί, σε Λουκ. II. φέρνω εις πέρας από κοινού με κάποιον, συμβάλλω στη διατήρηση ή τη συντήρηση, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
συν-διαφθείρομαι, Παθ., αφανίζομαι από κοινού με κάποιον, τινι, σε Ισοκρ.