Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1701 - 1720]
-
συμβουλευτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παροχή συμβουλών, παραινετικός, λέγεται για ρήτορες, σε Αριστ.
-
συμ-βουλεύω, μέλ. -σω, I. 1. παρέχω συμβουλή, παραινώ, συμβουλεύω, ορμηνεύω, Λατ. cnsulere alicui, με δοτ. προσ. και απαρ., παραινώ κάποιον να κάνει κάτι, τον προτρέπω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. χωρίς απαρ., συμβουλεύω τινί τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· συμβουλεύω τι, συνιστώ, υποδεικνύω ένα μέτρο, μια ρύθμιση, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., τὰ συμβεβουλευμένα, συμβουλή που έχει παρασχεθεί, σε Ξεν. 3. απόλ., παρέχω συμβουλή, παραινώ, συνιστώ, σε Σοφ.· ὁσυμβουλεύων ή -εύσας, αυτός που παρέχει συμβουλές, σύμβουλος, εισηγητής, Λατ. auctor sententiae, σε Αριστ. II. Μέσ., συνδιασκέπτομαι με κάποιον, δηλ. ζητώ τη συμβουλή του, Λατ. consulere aliquem, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., παρέχω συμβουλή, παραινώ, συνιστώ, προτρέπω, σε Ξεν.
-
συμβουλή, ἡ, I. = συμβουλία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. II. συμβουλή, σύσκεψη, συμβούλιο, συνδιάσκεψη, παραίνεση, συζήτηση, σε Πλάτ.
-
συμ-βουλία, Ιων. -ίη, ἡ (βουλή), συμβουλή ή παραίνεση που έχει παρασχεθεί, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον πληθ., συμβουλές, νουθεσίες, ορμήνειες, σε Ξεν.
-
συμ-βούλιον, τό (βουλή)· I. σύσκεψη, σύνοδος, σε Κ.Δ. II. συνέδριο, διάσκεψη, σε Πλούτ.
-
συμ-βούλομαι, μέλ. -ήσομαι, παρακ. -βεβούλημαι, αποθ.· 1. θέλω ή επιθυμώ από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ. 2. συμφωνώ με κάποιον, τινι, σε Πλάτ.· απόλ., συναινώ, στον ίδ.
-
σύμ-βουλος, ὁ (βουλή), αυτός που παρέχει συμβουλές, αυτός που νουθετεί, σύμβουλος, γνωμοδότης, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ως θηλ., σε Ξεν.· με γεν. προσ., σύμβουλος κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, σύμβουλός τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· αλλά με γεν. πράγμ., σύμβουλος λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, ας γίνετε οι σύμβουλοί μου ως προς αυτό το ζήτημα, σε Αισχύλ.· επίσης, περί ή ὑπέρ τινος, στον ίδ., σε Ισοκρ.· ξύμβουλός εἰμι = συμβουλεύω, παραινώ, παρέχω συμβουλή, νουθετώ, ορμηνεύω, με απαρ., σε Αισχύλ.
-
συμ-βύω, μέλ. -ύσω, συνωθώ, στουπώνω, μπουκώνω, στριμώχνω μαζί, σε Αριστοφ.
-
σύμ-βωμος, -ον, αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο, λέγεται για θεούς ή ημιθέους, σε Στράβ.
-
συμμᾰθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συμμανθάνω.
-
συμ-μᾰθητής, -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμαθητής, σε Πλάτ.
-
συμμαίνομαι, αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. συμμέμηνα· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη μανία κάποιου, τινι, με κάποιον, σε Λουκ.
-
συμ-μανθάνω, μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ συνέμᾰθον· μαθαίνω μαζί με κάποιον άλλο, πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω μερίδιο στη γνώση κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· ὁ συμμαθών, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι, σε Ξεν.
-
συμ-μάρπτω, μέλ. —ψω, αρπάζω, γραπώνω, πιάνω πολλά μαζί, σε Όμηρ.
-
συμ-μᾰρτυρέω, μέλ. -ήσω, παρέχω μαρτυρία από κοινού με κάποιον ή για την υποστήριξη κάποιου, βεβαιώνω ως μάρτυρας μαζί με άλλους, με δοτ., σε Σοφ., Θουκ.· τι, για να υποστηρίξω ένα γεγονός, σε Σόλωνα, Ξεν.· επίσης, συμμαρτῠρέω τινὶ πάντα ὡς ἀληθῆ λέγει, σε Ξεν.
-
συμ-μαρτύρομαι[ῡ], αποθ., συμμαρτυρέω, σε Κ.Δ.
-
συμ-μάρτῠς, -ῠρος, ὁ, ἡ, αυτός που καταθέτει ως μάρτυρας από κοινού με κάποιον, σε Σοφ.
-
συμ-μαστῑγόω, μέλ. -ώσω, μαστιγώνω ή ραβδίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
-
συμμᾰχέω, μέλ. -ήσω (σύμμαχος), είμαι σύμμαχος, ανήκω σε μια συμμαχία, σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, συνδράμω, τινί, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, δέχομαι βοήθεια, σε Λουκ.
-
συμμᾰχία, Ιων. -ίη, ἡ, I. 1. συμμαχία, επιθετική και αμυντική (αντίθ. προς το ἐπιμαχία, η αμυντική συμμαχία), σε Ηρόδ. κ.λπ.· συμμαχίαν ποιεῖσθαι πρός τινα, στον ίδ.· τινί, σε Θουκ. 2. γενικά, καθήκον που απορρέει από συμμαχία, συμμαχική υποχρέωση, σε Αισχύλ. II. 1. = τὸ συμμαχικόν, στρατιωτικό σώμα που αποτελείται από συμμάχους, συμμαχικό σώμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, χώρα των συμμάχων κάποιου, συμμαχική χώρα, σε Θουκ. 2. συμμαχική ή βοηθητική στρατιωτική δύναμη, στον ίδ., σε Ξεν.