Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1681 - 1700]
συμ-βῐβάζω, μτβ. του συμβαίνω, I. 1. φέρνω, οδηγώ στο ίδιο σημείο — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Κ.Δ. 2. μεταφ., συμφιλιώνω, μονοιάζω, ειρηνεύω, διαλάσσω, σε Ηρόδ.· συμβιβάζω τινά τινι, συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο, σε Θουκ. II. τοποθετώ δίπλα δίπλα, δηλ. παραβάλλω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, εξετάζω, σε Πλάτ. III. 1. αποδεικνύω δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ. 2. διδάσκω, καθοδηγώ, σε Κ.Δ.
συμβῐβαστικός, , -όν, αυτός που οδηγεί σε συνδιαλλαγή, συμφιλιωτικός, ειρηνευτικός, σε Πλούτ.
σύμ-βιος, -ον, και , αυτός που ζει με κάποιον άλλο, σύντροφος, εταίρος, σε Αριστ.· ο ή η σύζυγος, σε Ανθ.
συμ-βιόω, μέλ. -βιώσομαι, παρακ. -βεβίωκα, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· ζω με κάποιον άλλο, συζώ, συμβιώνω, συνυπάρχω, με δοτ., σε Δημ.· στον πληθ., ζουν μαζί, ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι, σε Πλάτ.
συμ-βιοτέον, ρημ. επίθ. του συμβιόω, αυτό με το οποίο πρέπει κάποιος να συζήσει, τινί, σε Αριστ.
συμβλήμενος, Επικ. μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του συμβάλλω II. 4.
συμβλήσομαι, Επικ. Μέσ. μέλ. του συμβάλλω II. 4.
συμβλητός, , -όν, ρημ. επίθ. του συμβάλλω, συγκρίσιμος, αυτός που είναι δυνατόν να συγκριθεί, να αντιπαραβληθεί, απόλ. ή με δοτ., σε Αριστ.
συμ-βοάω, μέλ. -ήσομαι, I. φωνάζω δυνατά από κοινού, κραυγάζω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν. II. με αιτ., καλώ τους άλλους συγχρόνως, στον ίδ.
συμβοηθεία, , από κοινού βοήθεια ή αρωγή, αλληλοβοήθεια, σε Θουκ.
συμ-βοηθέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ από κοινού, συμμετέχω στην παροχή βοήθειας, σε Θουκ., Ξεν.
συμβόλαιον, τό, I. όπως το σύμβολον, χαρακτηριστικό σημάδι ή σημείο από το οποίο συμπεραίνει κάποιος, τεκμήριο, μαρτυρία, σε Ηρόδ.· σύμπτωμα, σε Σοφ. II. 1. στην Αθήνα, συμβόλαιο, σύμβαση, ομόλογο, γραμμάτιο που εκδίδεται σε αναγνώριση δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο συμβόλαιο, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με ενέχυρο φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, καθώς και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ. 2. γενικά, υποχρέωση, δέσμευση, σε Ευρ. III. συναναστροφή, σχέση, ερωτική πράξη, σε Πλούτ.
συμβόλαιος, , -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ.
συμβολέω, συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.
συμβολή, (συμβάλλομαι), I. συνάντηση με κάποιον στο ίδιο σημείο, ένωση, συναπάντημα, σμίξιμο, σε Ξεν.· σημείο όπου ενώνονται δύο μέρη, άκρο, αρμός, άρθρωση, Λατ. commissura, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. με εχθρική σημασία, εχθρική συνάντηση, συμπλοκή, μάχη, σε Ηρόδ., Αισχύλ. III. = συμβόλαιον II, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμφωνο, συμφωνητικό, σε Αριστ.· στους Αχαρν. του Αριστοφ. υπάρχει λογοπαίγνιο με τις σημασίες II και III, συμπλοκή και ανοιχτοί οικονομικοί λογαριασμοί, εχθρική έφοδος και απαίτηση πληρωμής. IV. στον πληθ. συμβολαί ονομάζονταν όσα συνέφερε κάποιος στο κοινό συμπόσιο, συνεισφορά, έρανος· πίνειν ἀπὸ συμβολῶν, όπως το de symbolis esse στον Τερέντ., Αττ.· διασκέδαση, ευωχία, γεύμα, σε Ξεν.
συμβολικός, , -όν (σύμβολον), αυτός που καταδεικνύει μέσω ενός χαρακτηριστικού σημείου ή συμβόλου, συμβολικός, αναπαραστατικός, εικαστικός, εικονικός, σε Λουκ.
σύμβολον, τό (συμβάλλω III)· I. 1. σημάδι ή τεκμήριο μέσω του οποίου κάποιος καταλήγει σ' ένα συμπέρασμα, σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ σύμβολον, σημάδι πυρσού που έχει ανάψει κατόπιν προσυμφωνίας ως σινιάλο, φρυκτωρία, σε Αισχύλ.· συχνά στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ. 2. υποθήκη ή ενέχυρο που οριζόταν για την εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης από δάνειο, σε Λυσ. 3. στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα δύο μισά αστραγάλου (κότσι) ή νομίσματος, τα οποία δύο πρόσωπα συνδεδεμένα μεταξύ τους, είτε με δεσμούς φιλοξενίας είτε ερχόμενα σε συμφωνία χώριζαν στη μέση και ο καθένας έφερε μαζί του το ένα μισό ως σημάδι αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 4. στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό σημείωμα, σύμβολο που δήλωνε γραμμάτιο, πινάκιο, όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την αμοιβή τους, σε Δημ. 5. δικαίωμα ή άδεια εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική απόδειξη που έδινε καθένας που συμμετείχε σε κοινό συμπόσιο, το οποίο του επιστρεφόταν στο τέλος του συμποσίου για την πληρωμή (πρβλ. συμβολή IV), στον ίδ. 6. στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Χριστιανών, ομολογία πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. symbolum. II. στη νομική ορολογία, σύμβολα ονομάζονταν οι συνθήκες μεταξύ δύο πόλεων με περιεχόμενο την αμοιβαία προστασία του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, συνάπτω εμπορική συμφωνία με μία πόλη, τὰ σύμβολα συγχέειν, παραβιάζω συνθήκη αυτού του είδους, στον ίδ.
σύμβολος, , = σύμβολον· I. 1. οιωνός, προφητικό σημάδι, σε Αισχύλ., Ξεν.
συμβούλευμα, -ατος, τό, συμβουλή που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.
συμβουλευτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του συμβουλεύω· I. αυτός πρέπει να δοθεί ως συμβουλή, σε Θουκ. II. -τέον, αυτό που πρέπει να συμβουλευθεί σε κάποιον, τινί, σε Ισοκρ.