Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1601 - 1620]
σῡκάζω, μέλ. -σω (συκῆ), μαζεύω ώριμα σύκα, σε Αριστ., Ξεν.
σῡκάμῑνον[ᾰ], τό, καρπός του δέντρου συκάμινος, μούρο, Λατ. morum, σε Αριστ.
σῡκάμῑνος[ᾰ], και , I. δέντρο μουριά, Λατ. morus, σε Θεόφρ. II. = συκόμορος, σε Κ.Δ.
σῠκῆ, , Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. συκέων ή συκεέων (σῦκον1. δέντρο συκιά, Λατ. ficus (ο καρπός είναι το σῦκον), σε Ομήρ. Οδ. 2. = σῦκον I, καρπός συκιάς, σύκο, σε Αριστοφ.
σῡκίδιον[κῐ], τό, υποκορ. του σῦκον, σε Αριστοφ.
σῡκίζω, μέλ. -ίσω (σῦκον), παχαίνω με σύκα, σε Ανθ.
σύκῐνος, , -ον (συκῆ),· 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο συκιά, σύκινον ξύλον, κορμός, ξύλο συκιάς, σε Αριστοφ.· το ξύλο της συκιάς ήταν σπογγώδες και άχρηστο στην ξυλουργική (inutile lignum, σε Οράτ.), σε Πλάτ.· απ' όπου· 2. μεταφ., σύκινοι ἄνδρες, άχρηστοι άντρες, σε τίποτε καλοί, σε Θεόκρ.· συκίνη σύζυγος, άπιστη, σύζυγος που απατά τον άντρα της· λογοπαίγνιο στη λέξη συκοφαντικός, σε Αριστοφ.
σῡκίς, -ίδος, (συκέη), νέο βλαστάρι συκιάς ή κλαδί που κόβεται από συκιά για να μεταφυτευτεί, νεαρό δέντρο συκιάς, σε Αριστοφ.
σῡκολογέω, μέλ. -ήσω, μαζεύω, συλλέγω σύκα, σε Αριστοφ.
σῡκο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει σύκα.
σῡκομορέα ή -αία, , = συκόμορος, σε Κ.Δ.
σῡκό-μορον, τό, καρπός του δέντρου συκόμορος, σε Στράβ.
σῡκό-μορος, (μόρον), συκομουριά, είδος Αιγυπτιακής καταγωγής, που φέρει τον καρπό πάνω στα κλαδιά και έχει παρόμοια φύλλα με τη λευκή μουριά· ονομαζόταν επίσης συκάμινος ἡ Αἰγυπτία, σε Θεόφρ.
σῡκο-μωραία, , = συκόμορος, σε Κ.Δ.
σῦκον, τό, I. καρπός του δέντρου συκῆ, σύκο, Λατ. ficus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· παροιμ., σῦκα αἰτεῖν, δηλ. είμαι λιχούδης, λαίμαργος, μου αρέσει η τρυφή, είμαι τρυφηλός, σε Αριστοφ. II. κρεατοελιά (λόγω του σχήματος), σπίλος, εξάνθημα που εμφανίζεται πάνω στα βλέφαρα, στον ίδ.
σῡκόομαι, Παθ., τρέφομαι με σύκα, σε Ανθ.
σῡκο-τρᾰγέω, μέλ. -ήσω (τραγεῖν), τρώω σύκα, σε Θεόφρ.
σῡκο-φαντέω, μέλ. -ήσω (συκοφάντης1. με αιτ. προσ., κατηγορώ κάποιον ψευδώς, καταλαλώ, διαβάλλω, συκοφαντώ, λασπολογώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.Παθ., συκοφαντούμαι, διαβάλλομαι, σε Ξεν. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., παριστάνω ψευδώς, ανακριβώς, κακώς, σε Δημ.· επίσης όμως, αποσπώ χρήματα μέσω συκοφαντιών, σε Λυσ., Κ.Δ. 3. απόλ., ασχολούμαι, καταγίνομαι με ψευδές κατηγορίες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, ψευδολογώ, δίνω ψευδή γνώμη ή κακόβουλη συμβουλή, σε Δημ.
σῡκοφάντημα, -ατος, τό, επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, διαβολή, συκοφαντία, καταλαλιά, διαβολή, λασπολογία, σε Αισχίν.
σῡκο-φάντης, -ου, (φαίνω), αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, διαβολέας, ψευδοκατήγορος, συκοφάντης, που ποτέ δεν χρησιμ. στην ελληνική, όπως το σύγχρονο Αγγλ. sycophant, δηλ. κόλαξ· γενικά, αυτός που δίνει ψευδείς, κακόβουλες γνώμες ή συμβουλές, σε Δημ. [συνήθως ετυμολογείται από το σῦκον και φαίνω, αυτός που κατήγγελε στο δικαστήριο όσους εξήγαγαν παρανόμως σύκα από την Αττική· καλύτερα, πιθ. αυτός που φανερώνει τα σύκα, δηλ. αυτός που φέρνει τα σύκα στο φως κουνώντας το δέντρο (καθώς τα σύκα παρέμεναν κρυμμένα μέσα στα πυκνά φυλλώματα)· και κατόπιν, μεταφ., αυτός που εξαναγκάζει τους πλούσιους, μέσω απειλών για συκοφάντησή τους, να του παράσχουν χρήματα].