Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [161 - 180]
-
σέβος, τό, = σέβας, στον πληθ. σέβη, τά, σε Αισχύλ.
-
σέβω, αρχ. τύπος του σέβομαι, που χρησιμ. μόνο σε ενεστ. και παρατ., 1. λατρεύω, τιμώ, σε Πίνδ., Αττ.· εὖ σέβειν τινά αντί εὐσεβεῖν εἴς τινα, σε Ευρ.· με απαρ., ὑβρίζειν οὐ σέβω, δηλ. τὸ ὑβρίζειν, δεν εκτιμώ, δεν αποδέχομαι την αλαζονεία, σε Αισχύλ.· τὸ μὴ ἀδικεῖν σέβοντες, στον ίδ.· ομοίως, σέβομαι ως Παθ., απολαμβάνω τον σεβασμό, σε Σοφ. 2. απόλ., λατρεύω, είμαι θρησκευόμενος, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
σέθεν, αρχ. ποιητ. τύπος του σοῦ, γεν. του σύ.
-
Σειληνός, ὁ, Σειληνός, πιστός σύντροφος του Διονύσου, σε Ηρόδ.· θεωρείται πατέρας των Σατύρων, και επιπλέον διαθέτει προφητικές ιδιότητες.
-
Σειλην-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με τον Σειληνό, σε Πλάτ.
-
σεῖο, Επικ. αντί σοῦ, γεν. του σύ.
-
σεῖος, -α, -ον, Λακων. αντί θεῖος.
-
σειρά, Ιων. σειρή, ἡ (εἴρω, ἀείρω), 1. κλωστή, κορδόνι, σχοινί, σπάγγος, δεσμός, ταινία, σε Όμηρ.· σ. χρυσείη, κλωστή ή αλυσίδα από χρυσό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. σχοινί με θηλειά, όπως το λάσο, που χρησιμοποιούσαν οι Σαγάρτιοι και οι Σαρμάτες (σκυθικά φύλα) για να παγιδεύσουν και να απαγάγουν τους εχθρούς τους, σε Ηρόδ.
-
σειραῖος, -α, -ον (σειρά), 1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ. 2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.
-
σειρᾱ-φόρος, Ιων. σειρη-, -ον (φέρω), 1. αυτός που σύρεται από σχοινί, σε Ηρόδ. 2. σειραφόρος (ενν. ἵππος), ὁ, άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με το σχοινί (όντας δεμένο στο πλάι των αλόγων που ήταν στον ζυγό, ζύγιοι), άλογο που ακολουθεί από τα πλάγια, που σύρεται με σχοινί πίσω από την άμαξα, που δεν βρίσκεται το ίδιο στον ζυγό· μεταφ. ενίοτε, άλογο που συντροφεύει τα υποζύγια, βοηθητικό άλογο, εφεδρικός ίππος, σε Αισχύλ.· κάποιες φορές λέγεται για κάποιον που έχει αναλάβει ελαφριά, εύκολη δουλειά, στον ίδ.
-
Σειρήν, -ῆνος, ἡ, Σειρήνα· πληθ. Σειρῆνες, αἱ, I. Σειρήνες, μυθολογικά πρόσωπα· επρόκειτο για αδελφές μεταξύ τους, στη νότια ακτή της Ιταλίας, που με τα τραγούδια τους αποπλανούσαν τους διερχόμενους ναυτικούς και κατόπιν τους σκότωναν, σε Ομήρ. Οδ. Ο Όμηρος μνημονεύει μόνον δύο, απ' όπου η Επικ. γεν. δυϊκ., Σειρήνοιιν. II. μεταφ., Σειρήνα, ξελογιάστρα γυναίκα, σε Ευρ.· τα θέλγητρα της ευγλωττίας των Σειρήνων, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
-
σειρηφόρος, -ον , Ιων. αντί σειραφόρος.
-
σειριό-καυτος, -ον, αυτός που έχει υποστεί εγκαύματα από τον ήλιο ή από το άστρο του Κυνός, δηλ. τον Σείριο, σε Ανθ.
-
σείριος, ὁ (σειρός), αυτός που κατακαίει, που προξενεί εγκαύματα, ονομασία του άστρου του Κυνός, Λατ. Sirius, που χαρακτηρίζει την εποχή κατά την οποία επικρατούν οι πιο υψηλές θερμοκρασίες, δηλ. από τις 24 Αυγούστου ως τις 24 Σεπτεμβρίου, σε Ησίοδ., Ευρ.· ονομαζόταν Σείριος κυών, σε Αισχύλ.· Σείριος ἀστήρ, σε Ησίοδ.
-
σειρίς, -ίδος, ἡ, υποκορ. του σειρά 2., σε Ξεν.
-
σειρο-μάστιγξ, -ῑγος, ἡ, μαστίγιο που φέρει κόμπους, φραγγέλιο, σε Εκκλησ., Βυζ.
-
σειρο-φόρος, -ον, = σειραφόρος I, σε Ευρ.
-
σεισ-άχθεια, ἡ (σείω, ἄχθος), απαλλαγή από τα βάρη, σε Πλούτ.· όνομα της φοροαπαλλακτικής διάταξη στη νομοθεσία του Σόλωνα, βάσει της οποίας τα χρέη κι η δουλοκτησία των οφειλετών καταργούνταν, στον ίδ.
-
σεισί-χθων, -ονος, ὁ (σείω), αυτός που σείει τη γη, επίθ. του Ποσειδώνα (που τον θεωρούσαν υπαίτιο των σεισμών), σε Πίνδ.
-
σεισμᾰτίας, -ου, ὁ, λέγεται για σεισμούς, αυτός που έχει παλμική κίνηση, που προξενεί σεισμό, σεισμ. τάφος, ενταφιασμός μέσα σε ερείπια εξαιτίας του σεισμού, σε Πλούτ.