Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1441 - 1460]
-
συγ-καταινέω, μέλ. —έσω· I. συμφωνώ με, επιδοκιμάζω, συναινώ, τινί, σε Ξεν. II. με αιτ. πράγμ., εγκρίνω, επιδοκιμάζω, σε Πλούτ.
-
συγκαταιρέω, Ιων. αντί συγκαθαιρέω.
-
συγ-καταίρω, προσορμίζομαι, καταπλέω συγχρόνως, σε Πλούτ.
-
συγ-κατακαίω, Αττ. -κάω [ᾱ], μέλ. -καύσω· καίω μαζί ή επίσης, τὰς σκηνάς, σε Ξεν. — Παθ., καίγομαι από κοινού με, τινί, σε Ηρόδ.
-
συγ-κατάκειμαι, Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πλάτ.
-
συγ-κατακλείω, Ιων. -κληΐω, μέλ. -κλείσω, κλείνω μέσα ή εσωκλείω μαζί, σε Ηρόδ.
-
συγ-κατακλίνω[ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, 1. ξαπλώνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο — Παθ., πλαγιάζω μαζί με κάποιον, σε Αριστοφ. 2. Παθ. επίσης, ξαπλώνω στο ίδιο ανάκλιντρο με κάποιον κατά το δείπνο, στον ίδ.
-
συγ-κατακόπτω, κόβω σε μικρά κομμάτια μαζί με κάποιον — Παθ., σε Πλούτ.
-
συγ-κατακτάομαι, αποθ., κατακτώ, αποκτώ, κερδίζω κάτι μαζί με κάποιον, συγκατακτάομαι Φιλίππῳ τὴν ἀρχήν, σε Δημ.
-
συγ-κατακτείνω, αόρ. βʹ -κατέκτᾰνον, ανώμ. μτχ. -κατακτάς· σκοτώνω, σφαγιάζω μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
-
συγ-καταλαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.
-
συγ-καταλείπω, μέλ. -ψω, εγκαταλείπω από κοινού, συγκαταλείπω φρουράν, αφήνω πίσω μια ομάδα φρουρών σε κάποιον τόπο, σε Θουκ.
-
συγ-καταλύω, μέλ. -σω, συμμετέχω ή βοηθώ στην καταστροφή ή την κατάλυση, τὸν δῆμον, σε Θουκ. κ.λπ.
-
συγ-καταμίγνῡμι και -ύω, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω με, ανακατεύω, κάνω χαρμάνι με, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με κάτι, σε Ξεν.
-
συγ-καταμύω, μέλ. -σω, είμαι εντελώς κλεισμένος, σφραγισμένος, σε Ανθ.
-
συγ-καταναυμᾰχέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ στην από θαλάσσης κατάληψη, τινά, σε Αισχίν.
-
συγ-κατανέμω, μέλ. -νεμῶ, απονέμω, αποδίδω εξίσου ή ομοίως — Μέσ., μοιράζονται εξίσου μεταξύ τους, ισομοιράζονται, τὴν γῆν, σε Θουκ.
-
συγ-κατανεύω, μέλ. -σω, συναινώ, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ σε κάτι, τινί, σε Πολύβ.
-
συγ-καταπίμπλημι, μέλ. -πλήσω, γεμίζω με μιάσματα, μολύνω εξίσου, σε Αντιφών.
-
συγ-καταπλέκω, μέλ. -ξω, συμπλέκω, αναμειγνύω με, τί τινι, σε Πλούτ.