Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1421 - 1440]
συγ-κᾰλύπτω, μέλ. -ψω, σκεπάζω ή καλύπτω, κουκουλώνω εντελώς, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.Παθ., συγκεκαλυμμένη, αυτή που έχει καλυφθεί εντελώς, που έχει περιτυλιχθεί, σε Πλούτ.Μέσ., καλύπτω εντελώς τον εαυτό μου, σκεπάζω το πρόσωπό μου, αποσιωπώ, σε Ξεν.
συγ-κάμνω, μέλ. -καμοῦμαι, αόρ. βʹ συνέκᾰμον· 1. μοχθώ ή υποφέρω από κοινού με κάποιον, συμπάσχω με, τινί, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. εργάζομαι, κοπιάζω ή μοχθώ μαζί με κάποιον, συνεργάζομαι, τινί, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., κοπιάζω από κοινού, σε Σοφ.
συγ-καμπή, , θηλιά, άρθρωση, αρμός, κλείδωση, σε Ξεν.
συγ-κάμπτω, μέλ. -ψω, λυγίζω μαζί με κάτι άλλο, λυγίζω τα γόνατα, σε Πλάτ.Παθ., συγκεκαμμένῳ τῷ σκέλει, λέγεται για άνθρωπο που ετοιμάζεται να ιππεύσει άλογο, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για την πράξη του καθίσματος, ξυγκαμφθεὶς κάθημαι, σε Πλάτ.
συγ-κᾰσιγνήτη, , αυταδέλφη, αδελφή από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, γνήσια αδελφή, σε Ευρ.
σύγ-κᾰσις, και , αυτάδελφος ή αυτάδελφη, σε Ευρ.
συγ-καταβαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ -έβην· 1. κατεβαίνω ή κατέρχομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ. 2. κατεβαίνω μαζί, ιδίως προς την παραλία, σε Θουκ. 3. κατέρχομαι με τη βοήθεια κάποιου, σε Αισχύλ. 4. κατέρχομαι στο σημείο να, συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι, σε Πολύβ.
συγ-καταβάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, καταβάλλω, γκρεμίζω μαζί με, ἑαυτόν τινι, σε Πλούτ.
συγ-καταγηράσκω, μέλ. -γηράσομαι, αόρ. αʹ -εγήρᾱσα· γερνώ μαζί με κάποιον, ζω μαζί με κάποιον μέχρι τα βαθειά γεράματα, τινί, σε Ηρόδ.
συγ-κατάγω, μέλ. -ξω, βοηθώ στην επαναφορά κάποιου πράγματος, τὸν δῆμον, σε Αισχίν.
συγ-καταδιώκω, μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.
συγ-καταδουλόω, μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
συγ-καταδύνω[ῡ] και -δύω· αόρ. βʹ -κατέδυν· καταβυθίζομαι, βουτώ ή βουλιάζω από κοινού με κάποιον, σε Θεόκρ.
συγκατάδῠσις, -εως, , ταυτόχρονη κατάδυση ή καταβύθιση, σε Στράβ.
συγ-καταζεύγνῡμι, μέλ. -ξω, ζεύω, δένω μαζί με, παντρεύω κάποιον, τινά τινι, σε Πλούτ.Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται, έχει δεθεί στενά, έχει παντρευτεί τη δυστυχία του, σε Σοφ.
συγ-καταθάπτω, μέλ. -ψω, θάβω βαθιά μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
συγκατάθεσις, (συγκατατίθημι), I. επιδοκιμασία, συμφωνία, ομοφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση, αποδοχή, σε Κ.Δ. II. υποταγή, αποδοχή, σε Πλούτ.
συγ-καταθέω, εφορμώ, επιτίθεμαι από κοινού με κάποιον, σε Ξεν.
συγ-καταθνῄσκω, πεθαίνω μαζί με κάποιον, τινί, σε Μόσχ.
συγ-καταίθω, κατακαίω μαζί με άλλους, σε Σοφ.