Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1221 - 1240]
στράπτω, μέλ. -ψω, = ἀστράπτω, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Σοφ.
στρᾰτ-άρχης, -ου, , αξίωμα στρατηγού, στρατιωτικός ηγέτης, αρχηγός στρατεύματος, αρχιστράτηγος, σε Ηρόδ.
στράτ-αρχος, , = στρατάρχης, σε Πίνδ.
*στρᾰτάω, ως ενεστ. του Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἐστρατόωντο, ήταν στρατοπεδευμένοι, σε Ομήρ. Ιλ.
στρᾰτεία, Ιων. -ηΐη, (στρατεύω), 1. εκστρατεία, πολεμική καμπάνια, εξόρμηση, στρατηΐην ή -είαν ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἀπὸ στρατείας, επιστρέφοντας από τον πόλεμο, αφού έχει υπηρετήσει τη θητεία του, σε Αισχύλ.· κατὰ τὴν Σιτάλκο στρατείαν, κατά τους χρόνους της εκστρατείας του, σε Θουκ.· ἐπὶ στρατείας ή ἐν στρατείᾳ εἶναι, βρίσκεται σε εκστρατεία, σε Πλάτ., Ξεν.· πληθ., στρατιωτική υπηρεσία, πόλεμος, σε Πλάτ. 2. στρατεία ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν, εκστρατεία για κάποια ειδική υπηρεσία, για την εξάσκηση νέων στρατιωτών που έχουν υπηρετήσει ήδη ως περίπολοι, σε Αισχίν.
στράτευμα, -ατος, τό (στρᾰτεύωI. εκστρατεία, πολεμική καμπάνια, εξόρμηση, σε Ηρόδ., Αττ. II. 1. ένοπλη στρατιά, στράτευμα, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, εξοπλισμός ναυτικού, σε Σοφ., Θουκ. 2. = στρατός 2, πλήθος, λαός, σε Ευρ.
στρᾰτεύσιμος, -ον, κατάλληλος, ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, στρατεύσιμος, σε Ξεν.
στράτευσις, (στρατεύω), εκστρατεία, σε Ηρόδ.
στρατευτέον, ρημ. επίθ. του στρατεύω, πρέπει κάποιος να εκστρατεύσει, να κηρύξει πόλεμο, σε Ξεν.
στρᾰτεύω, μέλ. -σω (στρατόςI. υπηρετώ στον πόλεμο, υπηρετώ ως στρατιώτης, υπηρετώ τη στρατιωτική μου θητεία, εκστρατεύω, πορεύομαι εναντίον κάποιου, εξορμώ, σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αιτ., στρατεύω στρατείαν, σε Ευρ. II. 1. αποθ., στρατεύομαι, μέλ. -εύσομαι· αόρ. αʹ ἐστρατευσάμην και ἐστρατεύθην· παρακ. ἐστράτευμαι· υπηρετώ ως στρατιώτης, εκστρατεύω, Λατ. militari, σε Ηρόδ.· ἐστρατευμένος, έχοντας υπηρετήσει τη στρατιωτική μου θητεία, σε Αριστοφ. 2. οδηγώ ένα στράτευμα, πορεύομαι, βαδίζω εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.
στρᾰτηγέω, μέλ. -ήσω (στρατηγός1. είμαι στρατηγός, φέρω το αξίωμα του στρατηγού, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., είμαι αρχηγός του στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· διευθύνω, οδηγώ το στράτευμα ως στρατηγός, διοικώ στρατό, με δοτ. ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., στρατηγέω πόλεμον, διευθύνω τον πόλεμο, σε Δημ.· με ουδ. επίθ., ενεργώ ως στρατηγός, τοῦτο, σε Ξεν.· πάντα, σε Δημ.Παθ., καθοδηγούμαι, σε Πλάτ., Δημ. 2. μεταφ. ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; πώς ισχυρίζεσαι ότι καθοδηγείς, κυβερνάς, έχεις στις διαταγές σου αυτόν τον άνθρωπο; σε Σοφ.
στρᾰτήγημα, -ατος, τό, πράξη στρατηγού, ιδίως πράξη στρατηγικής ευφυίας, στρατηγικό τέχνασμα, σε Ξεν. κ.λπ.
στρᾰτηγία, Ιων. -ίη, (στρατηγόςI. 1. αξίωμα, τιμητική διάκριση ή θέση στρατηγού, διοίκηση στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για διοίκηση ναυτικού, σε Ξεν. 2. το αξίωμα του στρατηγοῦ στην αρχαία Αθήνα, είδος υπουργού του πολέμου, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στη Ρώμη, το αξίωμα του Πραίτορα, σε Πλούτ. 3. χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος είναι στρατηγός, σε Ξεν. II. χαρίσματα ή ικανότητες στρατηγού, στρατηγική ευφυΐα, δεινότητα, ικανότητα, στον ίδ.
στρᾰτηγιάω, εφετ. του στρατηγέω, επιθυμώ να καταλάβω το αξίωμα του στρατηγού, είμαι φιλοπόλεμος, επιθυμώ να διεξαγάγω πόλεμο, σε Ξεν., Δημ.
στρᾰτηγικός, , -όν (στρατηγός), I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατηγό, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = στρατηγία II, στον ίδ.· ομοίως, τὰ στρατηγικά, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ηγετικές ικανότητες, τις ικανότητες να γίνει στρατηγός, αυτός που έχει τη γνώση και την εμπειρία της στρατηγίας, στον ίδ. κ.λπ.· επίρρ., -κῶς, εὖ καὶ στρατηγικῶς, σε Αριστοφ. 2. στη Ρώμη, Πραιτωριανός, σε Στράβ.
στρᾰτήγιον, τό, 1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ. 2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.
στρᾰτηγίς, -ίδος, θηλ. επίθ., αυτή που ανήκει στο στρατηγό· πύλαιστρατηγίδες, είσοδος σκηνής στρατηγού, σε Σοφ.· ναῦς στρατηγίς, πλοίο ναυάρχου, ναυαρχίδα, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ στρατηγίς μόνον, σε Ηρόδ.· στη Ρώμη, πραιτωριανή κοόρτη, Λατ. coors praetoria, σε Πλούτ.
στρᾰτηγός, Δωρ. στρατᾱγός, , I. αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος, στρατηγός, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, διοικητής, κυβερνήτης, σε Σοφ. II. 1. στην Αθήνα, ονομασία δέκα αξιωματούχων που εκλέγονταν ανά έτος προκειμένου να διοικήσουν τον στρατό και το ναυτικό και να ηγηθούν της πολεμικής προετοιμασίας, με επικεφαλής τον πολέμαρχο (πολέμαρχος), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· όταν διακρίνεται από τα ναύαρχος και ἵππαρχος, το στρατηγός δηλώνει τον διοικητή του πεζικού, σε Δημ. 2. ένας από τους ανώτατους άρχοντες διαφόρων ελληνικών πόλεων, σε Ηρόδ., Πολύβ. 3. στρατηγὸς ὕπατος ή στρατηγός μόνον, Ρωμαίος Ύπατος, σε Πολύβ.· στρατὸς ἑξαπέλεκυς, Ρωμαίος Πραίτωρ, στον ίδ.· επίσης, ένα από τα δύο μέλη της ρωμαϊκής διανδρίας (Λατ. duumviri), ανώτατος άρχοντας των ρωμαϊκών αποικιών, σε Κ.Δ. 4. αξιωματούχος που ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη του Ναού της Ιερουσαλήμ, στο ίδ.
στρατηΐη, , Ιων. αντί στρατεία.
στρᾰτηλᾰσία, Ιων. -ίη, , I. εκστρατεία, πολεμική καμπάνια, εξόρμηση, σε Ηρόδ. II. στρατός, στράτευμα, στον ίδ.