Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [101 - 120]
-
σαρκάω, σαρκάζω, σε Αριστοφ.
-
σαρκίζω, μέλ. -ίσω, αφαιρώ τη σάρκα, γδέρνω, ξεψαχνίζω, σε Ηρόδ.
-
σαρκῐκός, -ή, -όν (σάρξ), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάρκα, σάρκινος, υλικός, αισθησιακός, αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.
-
σάρκῐνος, -η, -ον (σάρξ), I. 1. αποτελούμενος από σάρκα, αυτός που βρίσκεται μέσα στη σάρκα, κρεάτινος, σαρκώδης, σε Θεόκρ. 2. = σαρκικός, αντίθ. προς πνευματικός, σε Κ.Δ. II. εύσαρκος, σωματώδης, σε Πλάτ.
-
σαρκο-λῐπής, -ές (λιπεῖν), αυτός που του λείπει σάρκα, λιπόσαρκος, ισχνός, σε Ανθ.
-
σαρκο-πᾰγής, -ές (παγῆναι), αποτελούμενος από σφιχτή σάρκα, εύσαρκος, σε Ανθ.
-
σαρκο-φάγος, -ον (φᾰγεῖν), I. αυτός που τρέφεται με σάρκες, που τρώει κρέας, σαρκοφάγος, σαρκοβόρος. II. λίθος σαρκοφάγος, ασβεστολιθικό πέτρωμα που βρέθηκε κοντά στην πόλη Άσσο της Τρωάδος, αξιοπρόσεκτο για την ιδιότητά του να λιώνει ολοσχερώς τις σάρκες των σορών που ήταν θαμμένες σ' αυτό· από το πέτρωμα αυτό κατασκευάζονταν νεκρικές λάρνακες, που με τη σειρά τους λάμβαναν το όνομα σαρκοφάγος, σε Juven.
-
σαρκόω, μέλ. -ώσω (σάρξ), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη σάρκα, λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.
-
σαρκ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη σάρκας ή αποτελείται από σάρκα, σαρκοειδής, σε Ξεν. κ.λπ.· θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεες, θεοί από σάρκα και αίμα, σε Ηρόδ.
-
σάρξ, ἡ, (γεν. σαρκός), I. σάρκα, κρέας, Λατ. caro, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., σάρκα ή το σύνολο των μυών του σώματος· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., σάρκα, σώμα, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, σε Αισχύλ. II. σάρκα, ύλη, αντίθ. προς το πνεύμα, σε Κ.Δ.· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη φύση γενικά, στο ίδ.· πᾶσα σάρξ, ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.
-
σάρον[ᾰ], τό, (σαίρω II), σάρωθρο, σκούπα, σε Ανθ.
-
σᾰρόω, μέλ. -ώσω = σαίρω II, καθαρίζω με τη σκούπα, σκουπίζω, σαρώνω, σε Κ.Δ. — Παθ., μτχ. παρακ. σεσαρωμένος, στο ίδ.
-
Σαρπηδών, -όνος και -όντος, ὁ, κλητ. Σαρπῆδον, ο Σαρπηδόνας, γιος του Δία, που πολέμησε στο πλευρό των Τρώων και φονεύθηκε από τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ.
-
Σᾰτάν ή Σατᾶν, και Σατανᾶς, γεν. -ᾶ, ὁ, ο Σατανάς, δηλ. ενάντιος, εχθρός, αποστάτης, αντίπαλος, λέγεται για τον Διάβολο, το πνεύμα του πονηρού, σε Κ.Δ. (εβρ. λέξη).
-
σᾰτίνη[ῐ], ἡ, πολεμικό άρμα, άμαξα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.).
-
σάτον, τό, εβρ. μονάδα μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = κόρος, περίπου 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Κ.Δ.
-
σάτρα, πιθ. αντί σάρ-τα, χρυσός, χρυσάφι, σε Αριστοφ. (περσ. λέξη).
-
σᾰτραπεία, Ιων. -ηΐη, ἡ, σατραπεία, αξίωμα και διοικητική περιφέρεια σατράπη, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
σατρᾰπεύω, μέλ. -σω, 1. έχω το αξίωμα του σατράπη, ασκώ την εξουσία του, συμπεριφέρομαι τυραννικά, σε Ξεν. 2. με γεν., διοικώ ως σατράπης, σατραπεύω τῆς χώρας, στον ίδ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
-
σᾰτράπης[ᾰ], -ου, ὁ, σατράπης, αντιβασιλέας, Πέρσης αξιωματούχος, διοικητής περσικής επαρχίας, Λατ. satrapa, σε Ξεν. (περσ. λέξη).