Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ρ"

Βρέθηκαν 308 λήμματα [281 - 300]
ῥυστάζω, θαμιστικό του *ρύω = ἐρύω, σύρω πέρα δώθε, περιφέρω βιαίως, τραβολογώ· πολλὰῥυστάζεσκεν (γʹ ενικ. Ιων. παρατ.) περὶ σῆμα, (το) έσυρε πολλές φορές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· δμῳὰς ῥυστάζοντας κατὰ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.
ῥυστακτύς, -ύος, , βίαιο τράβηγμα, κακομεταχείριση, κακοποίηση, σε Ομήρ. Οδ.
ῥῡτά, τά, βλ. ῥῡτός 2.
ῥῡτ-ᾰγωγεύς, -έως, , καπίστρι, σχοινί με το οποίο σύρεται ένα άλογο, σε Ξεν.
ῥῦτήρ, -ῆρος, (*ῥύω=ἐρύωI. 1. αυτός που σύρει, τραβά ή τεντώνει· ῥυτῆρα βιοῦ, ὀϊστῶν, ελκυστήρα τόξου, λέγεται για τα βέλη και τον τοξότη, σε Ομήρ. Οδ. 2. όπως το ἱμάς, λουρί με το οποίο το άλογο σύρει την άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ηνία, χαλινάρι, γκέμια, στο ίδ.· ἀπὸ ῥυτῆρος, Λατ. immissis habenis· λουρί για μαστίγωση, μαστίγιο, σε Δημ., Αισχίν. II. (ῥύομαι) σωτήρας, λυτρωτής, φρουρός, υπερασπιστής, σε Ομήρ. Οδ.
ῥῠτῐδό-φλοιος, -ον, αυτός που έχει ρυτιδωμένο φλοιό, σῦκον, σε Ανθ.
ῥῠτῐδόω, μέλ. -ώσω (ῥυτίς), κάνω κάτι να ζαρώσει — Παθ., είμαι γεμάτος με ρυτίδες· μτχ. παρακ. ἐρρυτιδωμένος, σε Λουκ.
ῥῠτίς, -ίδος, (ῥύω=ἐρύω), ζάρα ή ρυτίδα, ζάρωμα στο πρόσωπο, πτύχωση, ζαρωματιά, Λατ. ruga, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ῥῠτόν, τό (*ῥύω=ἐρύωI. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ. II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.
ῥῡτός, , -όν (*ῥύω=ἐρύω1. αυτός που σύρεται κατά μήκος· ῥυτοῖσι λάεσσι, λίθοι, πέτρες που σύρονται, τραβιούνται, έλκονται κατά μήκος εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους, σε Ομήρ. Οδ. 2. στον πληθ., τὰ ῥῦτά, χαλινάρια, ηνία, σε Ησίοδ.
ῥῠτός, , -όν (ῥέω), ρέων, ρευστός, υγρός, σε Τραγ.
ῥύτωρ[ῡ], -ορος, (ῥύομαι), σωτήρας, λυτρωτής, προστάτης, φύλακας, σε Αισχύλ., Ανθ.· τινός, αυτός που σώζει ή λυτρώνει από κάτι, στο ίδ.
*ῥύω, απ' όπου ἐρύω, τραβώ, σύρω, έλκω, βλ. ῥύομαι.
ῥωγᾰλέος, , -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
ῥωγάς, -άδος, , (ῥώξ), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς πέτρα, αποσπασμένος βράχος, βράχος που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.
ῥώθων, -ωνος, , μύτη· κυρίως, στον πληθ., τα ρουθούνια, σε Στράβ.
Ῥωμαϊκός, , -όν και Ῥωμαῖος, , -ον, Ρωμαϊκός, Ρωμαίος, σε Πολύβ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, στα Λατινικά, Λατινιστί, σε Ανθ.
Ῥωμαϊστί, επίρρ., στα Λατινικά, Λατινιστί, σε Πλούτ.
ῥωμᾰλέος, , -ον (ῥώμη1. ισχυρός στο σώμα, δυνατός, εύρωστος, σε Πλάτ. 2. λέγεται για πράγματα, ισχυρός, δυνατός, σε Ηρόδ.
ῥώμη, (ῥώομαιI. σωματική δύναμη, ισχύς, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· οὐ μιᾷ ῥώμῃ, όχι η δύναμη ενός, όχι με τη δύναμη ενός μόνο, σε Σοφ. II. στρατιωτική δύναμη, δηλ. στράτευμα, σε Ξεν.