Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [901 - 920]
παρ-ασπιστής, -οῦ, , σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.
παρασπονδέω, μέλ. -ήσω· I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ. II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε κάποιον, σε Πολύβ.Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.
παρασπόνδημα, -ατος, τό, παραβίαση εμπιστοσύνης, σε Πολύβ.
παρασπόνδησις, , παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
παρά-σπονδος, -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
παραστᾰδόν, επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
παρασταίην, ευκτ. αορ. βʹ του παρίστημι· -στάς, μτχ.
παραστάς, -άδος, (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ.
παράστᾰσις, -εως, , I. 1. (παρίστημι) στάση, τοποθέτηση δίπλα ή μακριά, εκδίωξη, εκτόπιση, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. έκθεση πραγμάτων προς πώληση, εμπόριο λιανικής πώλησης, σε Αριστ. II. (παρίσταμαι) αμτβ.· στάση, πλησίον· 1. θέση ή αξίωμα δίπλα στον βασιλιά, σε Ξεν. 2. ύπαρξη μυαλού, θάρρος, σε Πολύβ.· επίσης, απόγνωση, στον ίδ. III. ως δικανικός όρος, μικρή χρηματική καταβολή για τη διεξαγωγή δίκης, σε Ρήτ.
παραστᾰτέω, μέλ. -ήσω· 1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ. 2. στέκομαι δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.
παραστάτης[ᾰ], -ου, (παρίσταμαι), I. αυτός που στέκεται δίπλα, υπερασπιστής, σε Ευρ. II. 1. ο στρατιώτης που συμπαρίσταται (προστάτης καλείται ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά από κάποιον άλλο), ενώ ἐπιστάτης, ο στρατιώτης που στέκεται πίσω από κάποιον άλλο), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, σύντροφος, υποστηρικτής, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
παραστᾰτικός, , -όν, I. 1. ικανός να στέκεται δίπλα. 2. ικανός να προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ. II. εχέφρων, θαρραλέος, εμψυχωτικός, σε Πολύβ.
παραστάτῐς, -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.
παρα-στείχω, αόρ. βʹ παρέστῐχον, I. πηγαίνω ή περνώ δίπλα από, με αιτ. τόπου, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ. II. εισέρχομαι, μπαίνω, δόμους, στον ίδ.
παρα-στῆναι, -στῆσαι, απαρ. αορ. βʹ και αʹ του -ίστημι.
παρα-στορέννυμι, απλώνω κατά μήκος, εξαπλώνω, ἐγώ σε παραστορῶ (Αττ. μέλ.), σε Αριστ.
παρα-στρᾰτηγέω, μέλ. -ήσω, βρίσκομαι κοντά στο στρατηγό, αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του, μετέχω σε αυτές, σε Πλούτ.
παρα-στρᾰτοπεδεύω, κατασκηνώνω απέναντι, τινί, σε Πολύβ.
παρα-στρέφω, μέλ. -ψω· 1. γυρίζω πλάγια, μεταφ. μτχ. Παθ. παρακ. παρεστραμμένος, διεστραμμένος, σε Αριστ. 2. παραστρέφω τὸν τριβῶνα, είμαι ανειλικρινής, σε Θεόκρ.
παρα-συγγρᾰφέω, παραβαίνω τη συμφωνία μου, τινα, σε Δημ.