Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [901 - 920]
-
παρ-ασπιστής, -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.
-
παρασπονδέω, μέλ. -ήσω· I. ενεργώ αντίθετα προς μια συμμαχία ή συμφωνία, σπάω συμφωνία, σε Δημ. II. μτβ., παραβαίνω την πίστη μου σε κάποιον, σε Πολύβ. — Παθ., πάσχω, μαστίζομαι από παραβίαση εμπιστοσύνης ή αθέτηση υπόσχεσης, στον ίδ.
-
παρασπόνδημα, -ατος, τό, παραβίαση εμπιστοσύνης, σε Πολύβ.
-
παρασπόνδησις, ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.
-
παρά-σπονδος, -ον, αυτός που είναι ενάντια στις σπονδές, σε Θουκ., Ξεν.
-
παραστᾰδόν, επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
-
παρασταίην, ευκτ. αορ. βʹ του παρίστημι· -στάς, μτχ.
-
παραστάς, -άδος, ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ.
-
παράστᾰσις, -εως, ἡ, I. 1. (παρίστημι) στάση, τοποθέτηση δίπλα ή μακριά, εκδίωξη, εκτόπιση, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. έκθεση πραγμάτων προς πώληση, εμπόριο λιανικής πώλησης, σε Αριστ. II. (παρίσταμαι) αμτβ.· στάση, πλησίον· 1. θέση ή αξίωμα δίπλα στον βασιλιά, σε Ξεν. 2. ύπαρξη μυαλού, θάρρος, σε Πολύβ.· επίσης, απόγνωση, στον ίδ. III. ως δικανικός όρος, μικρή χρηματική καταβολή για τη διεξαγωγή δίκης, σε Ρήτ.
-
παραστᾰτέω, μέλ. -ήσω· 1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ. 2. στέκομαι δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
παραστάτης[ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι), I. αυτός που στέκεται δίπλα, υπερασπιστής, σε Ευρ. II. 1. ο στρατιώτης που συμπαρίσταται (προστάτης καλείται ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά από κάποιον άλλο), ενώ ἐπιστάτης, ο στρατιώτης που στέκεται πίσω από κάποιον άλλο), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, σύντροφος, υποστηρικτής, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. αυτός που βρίσκεται στα δεξιά ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ.
-
παραστᾰτικός, -ή, -όν, I. 1. ικανός να στέκεται δίπλα. 2. ικανός να προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ. II. εχέφρων, θαρραλέος, εμψυχωτικός, σε Πολύβ.
-
παραστάτῐς, -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.
-
παρα-στείχω, αόρ. βʹ παρέστῐχον, I. πηγαίνω ή περνώ δίπλα από, με αιτ. τόπου, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ. II. εισέρχομαι, μπαίνω, δόμους, στον ίδ.
-
παρα-στῆναι, -στῆσαι, απαρ. αορ. βʹ και αʹ του -ίστημι.
-
παρα-στορέννυμι, απλώνω κατά μήκος, εξαπλώνω, ἐγώ σε παραστορῶ (Αττ. μέλ.), σε Αριστ.
-
παρα-στρᾰτηγέω, μέλ. -ήσω, βρίσκομαι κοντά στο στρατηγό, αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του, μετέχω σε αυτές, σε Πλούτ.
-
παρα-στρᾰτοπεδεύω, κατασκηνώνω απέναντι, τινί, σε Πολύβ.
-
παρα-στρέφω, μέλ. -ψω· 1. γυρίζω πλάγια, μεταφ. μτχ. Παθ. παρακ. παρεστραμμένος, διεστραμμένος, σε Αριστ. 2. παραστρέφω τὸν τριβῶνα, είμαι ανειλικρινής, σε Θεόκρ.
-
παρα-συγγρᾰφέω, παραβαίνω τη συμφωνία μου, τινα, σε Δημ.