Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [881 - 900]
-
παρασῑτῐκός, -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε παράσιτον· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η ιδιότητα του παρασίτου, κολακεία, σε Λουκ.
-
παρά-σῑτος, ὁ, κάποιος που τρώει στο τραπέζι άλλου, που ζει με έξοδα άλλου, παράσιτος, κόλακας, σε Κωμ., σε Λουκ.
-
παρα-σιωπάω, μέλ. -ήσομαι, αποσιωπώ, περνώ στη σιωπή, αποκρύπτω, σε Πολύβ.
-
παρα-σκευάζω, μέλ. -άσω — Παθ. παρακ. παρασκεύασμαι, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. παρεσκευάδατο·
Α. I. 1. είμαι έτοιμος, ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ. 2. προμηθεύω, εξασφαλίζω, σε Δημ. 3. κάνω ή καθιστώ τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., παρασκευάζω τινὰ εὖ ἔχοντα, παρασκευάζω τινὰ ὅτι βέλτιστον, με απαρ., παρασκευάζω τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον συνηθίζω να μην κάνει κάτι, σε Δημ.· ομοίως, παρασκευάζω ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ. 4. απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. Β. Μέσ. και Παθ., I. 1. με την κύρια σημασία της Μέσ., παρασκευάζω ή προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ. 2. στους Ρήτ., προετοιμάζω ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή απόφαση μέσω εξαπάτησης (πρβλ. παρασκευή I. 3)· απόλ., I. διοργανώνω φατρία, δολοπλοκώ, σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν. II. 1. στη Μέσ. απόλ., προετοιμάζω τον εαυτό μου, κάνω προπαρασκευή, σε Ηρόδ., Αττ. 2. παρακ. παρεσκεύασμαι, στην Παθ. κυρίως, είμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· παρεσκευάσθαι τι, προετοιμάζω ένα πράγμα, σε Πλάτ.· απρόσ., ὡςπαρεσκευάσατο, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
-
παρασκεύασμα, -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα, μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.
-
παρασκευαστέον, ρημ. επίθ., 1. αυτός που πρέπει να προετοιμαστεί ή να συντηρηθεί, σε Πλάτ., Ξεν. 2. (από Παθ.), αυτός που πρέπει να ετοιμάσει τον εαυτό του, να είναι έτοιμος, σε Πλάτ.
-
παρασκευαστής, -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.
-
παρασκευαστικός, -ή, -όν, έμπειρος στην παρασκευή, τινος, σε Ξεν.
-
παρα-σκευή, ἡ, I. 1. προετοιμασία, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν τούτῳ παρασκευῆς, σ' αυτήν την φάση της προετοιμασίας, σε Θουκ.· προετοιμασία ομιλίας, σε Ξεν.· με πρόθ., ἐκ παρασκευῆς, από προετοιμασία, μάχη ἐγένετο ἐκ παρασκευῆς, στημένη μάχη, σε Θουκ.· ομοίως, ἀπὸ παρασκευῆς, στον ίδ.· δι' ὀλίγης παρασκευῆς, με λίγη ετοιμασία, πρόχειρη, στο ίδ.· ἐν παρασκευῇ, στην πορεία της προετοιμασίας. 2. εξασφάλιση, προπαρασκευή, παρασκευή φίλων καὶ οὐσίας, σε Πλάτ. 3. δολοπλοκία ή σκευωρία, παρασκευὴ φίλων καὶ οὐσίας, με σκοπό να κερδίσουν την ετυμηγορία ή την επιψήφιση προτάσεως, σε Δημ. κ.λπ. III. στους Ιουδαίους, η μέρα της ετοιμασίας, η μέρα πριν το Σάββατο του Πάσχα, σε Κ.Δ.
-
παρα-σκηνάω ή -έω, μέλ. -ήσω, στήνω τη σκηνή μου δίπλα ή κοντά σε άλλη, σε Ξεν.
-
παρα-σκήνια, τά (σκηνή), χώροι στα πλάγια της κεντρικής σκηνής, σε Δημ.
-
παρα-σκηνόω, μέλ. -ώσω, απλώνω πάνω από κάτι σαν σκηνή ή παραπέτασμα, σε Αισχύλ.
-
παρα-σκήπτω, μέλ. -ψω, πέφτω δίπλα, εἰς τι, σε Λουκ.
-
παρα-σκιρτάω, μέλ. -ήσω, ορμώ εναντίον κάποιου, σε Πλούτ.
-
παρα-σκοπέω, I. ρίχνω πλάγια ματιά σε, τινά, σε Πλάτ. II. με γεν., παραλείπω να δω τη δύναμη κάποιου πράγματος, σε Αισχύλ.
-
παρα-σκώπτω, μέλ. -ψω, χλευάζω έμμεσα, σε Ομηρ. Ύμν.
-
παρα-σοβέω, μέλ. -ήσω, τρομάζω πουλιά· αμτβ., προχωρώ αργά από δίπλα και με αλαζονεία, σε Πλούτ.
-
παρα-σοφίζομαι, αποθ., ξεπερνώ στην τέχνη ή στην ικανότητα, τινα, σε Αριστ.
-
παρα-σπάω, μέλ. -άσω [ᾰ], σύρω με ορμή στα πλάγια, αποσπώ πλαγίως, σε Σοφ.· μεταφ., παρασπᾶν τινα γνώμης, στον ίδ.· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, δηλ. ὥστε εἶναι ἀδίκους, στον ίδ. — Μέσ., παρασπᾶσθαί τινά τινος, αποσπώ κάποιον από το μέρος κάποιου άλλου, σε Ξεν.
-
παρ-ασπίζω, μέλ. -σω, φέρω ασπίδα στο πλάι, δηλ. μάχομαι πλησίον, στέκομαι δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (τόξα) παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι, στον ίδ.