Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [581 - 600]
-
παρα-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. -δέδεγμαι, αποθ.· 1. παίρνω από κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για παιδιά, παίρνω ως κληρονομιά, κληρονομώ, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ.· ομοίως, τὴν μάχην παραδέχομαι, αναλαμβάνω και συνεχίζω τη μάχη, σε Ξεν. 2. με απαρ., παραδέχομαί τινι πράττειν τι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι, επιμένω να κάνω ένα πράγμα, Λατ. recipere se facturum, σε Δημ. 3. παραδέχομαι, σε Πλάτ.
-
παρα-δηλόω, μέλ. -ώσω, 1. κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, αναγγέλλω, υπαινίσσομαι, σε Δημ., Πλούτ. 2. κατηγορώ κρυφά, σε Πλούτ.
-
παρα-διᾱκονέω, μέλ. -ήσω, μένω μαζί και υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Αριστοφ.
-
παρα-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω ή μεταβιβάζω, διαβιβάζω, παραδίδω, τί τινι, Λατ. tradere, σε Ηρόδ.· λέγεται για παράδοση σε κάποιο διάδοχο ή κληρονόμο, στον ίδ.· παραδίδωμι τὴν ἀρετήν, διδάσκω, μεταδίδω ως δάσκαλος, σε Πλάτ.· με απαρ., παραδίδωμί τινι τοὺς νέους διδάσκειν, στον ίδ. 2. παραδίδω πόλη ή άνθρωπο στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.· ιδίως ως όμηρο, παραδίδω, μεταφέρω, Λατ. dedere, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· με τη σημασία προδοσίας επίσης, προδίδω, σε Ξεν.· τύχῃ αὑτὸν παραδίδωμι, αφήνω κάποιον στην τύχη του, σε Θουκ. 3. παραδίδω στη δικαιοσύνη, ἑωυτὸν Κροίσῳ, σε Ηρόδ.· τινα εἰς τὸν δῆμον, σε Ξεν. 4. παραδίδω μύθους, διηγήσεις και άλλα παρόμοια, Λατ. memoriae prodere, σε Δημ. II. παρέχω, προσφέρω, κῦδός τινι, σε Πίνδ.· σε ενεστ. και παρατ., προσφέρω, επιτρέπω, αἵρεσιν, στον ίδ.· με απαρ., επιτρέπω σε κάποιον να κάνει, σε Ηρόδ.· ομοίως, με αιτ. πράγμ., ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου, στον ίδ.· απόλ., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος, αν αυτός επιτρέψει, στον ίδ.
-
παρα-διηγέομαι, αποθ., διηγούμαι εν παρόδω, σε Αριστ.
-
παραδοθῶ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του παραδίδωμι.
-
παρα-δοξία, ἡ (παράδοξος), παραδοξότητα, σε Στράβ.
-
παραδοξολογέω, λέω παράδοξα, παραδοξολογώ, σε Στράβ. — Παθ., πολλὰ παραδοξολογεῖται, λέγονται πολλά παράδοξα, στον ίδ.
-
παραδοξολογία, ἡ, λόγια παράδοξα, κουβέντες παράλογες, σε Αισχίν.
-
παραδοξο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα, πρωτάκουστα πράγματα.
-
παρά-δοξος, -ον (δόξα), αντίθετος στη λογική, απίστευτος, παράδοξος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ἐκ τοῦ παραδόξου, πέρα από κάθε προσδοκία, σε Δημ.· επίρρ. -ξως, σε Αισχίν.
-
παραδόσῐμος, -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.
-
παράδοσις, ἡ (παραδίδωμι)· I. 1. κληρονομιά, μετάδοση, σε Θουκ. 2. μεταβίβαση, μετάδοση μύθων και διηγήσεων, παράδοση, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, αυτό που παραδίδεται στους επόμενους, παράδοση, σε Κ.Δ. II. παράδοση πράγματος στα χέρια, σε Θουκ.
-
παραδοτέος, -α, -ον, ρημ. επίθ. του παραδίδωμι, I. αυτός που πρέπει να παραδοθεί, σε Πλάτ.· παραδοτέον, αυτό που πρέπει να παραδοθεί, τί τινι, στον ίδ. II. 1. παραδίδομαι, στον ίδ. 2. παραδοτέα, αυτή που πρέπει να παραδοθεί, σε Θουκ.
-
παραδοτός, -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
-
παραδοῦναι, απαρ. αορ. βʹ του παραδίδωμι· παραδούς, μτχ.
-
παραδοχή, ἡ (παραδέχομαι)· I. αποδοχή από κάποιον άλλο· επίσης, αυτό που παρέλαβε κάποιος, κληρονομιά, έθιμο, σε Ευρ. II. αποδοχή, επιδοκιμασία, σε Πολύβ.
-
παραδρᾰθέειν, Επικ. αντί -δραθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του -δαρθάνω.
-
παραδρᾰμεῖν, αόρ. βʹ του παρατρέχω.
-
παρα-δράω, Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.