Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [5521 - 5540]
-
πωλητήριον, τό (πωλέω)· I. μέρος όπου γίνεται η πώληση, πρατήριο, κατάστημα, σε Ξεν. II. επάγγελμα των πωλητῶν, σε Δημ.
-
πωλητής, -οῦ, ὁ, αυτός που πουλάει· στην Αθήνα οι πωληταί ήταν δέκα άρχοντες που εκμίσθωναν (Λατ. locabant) τους φόρους και τις δημόσιες προσόδους σε πλειοδότες, σε Δημ.
-
πωλικός, -ή, -όν (πῶλος), 1. αυτός που ανήκει στα πουλάρια, στις φοράδες ή στα νεαρά άλογα, ἀπήνη πωλική, τετράτροχη άμαξα που σύρεται από νεαρά άλογα, σε Σοφ., Ευρ.· πωλικὰ διώγματα, καταδίωξη με άμαξες που σύρονται από άλογα, σε Ευρ. 2. λέγεται για κάθε νεαρό ζώο, πωλικά ἑδώλια, τα διαμερίσματα των κοριτσιών, σε Αισχύλ.
-
πωλίον, τό, υποκορ. του πῶλος, πουλάρι, σε Αριστοφ.
-
πωλοδαμνέω, μέλ. -ήσω, 1. δαμάζω και εκπαιδεύω νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν. 2. μεταφ., παιδαγωγώ, σε Σοφ.
-
πωλο-δάμνης, -ου, ὁ (δαμάω), δαμαστής αλόγων, σε Ξεν.
-
πωλο-μάχος[ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.
-
πῶλος, ὁ και ἡ, 1. πουλάρι, νεαρό άλογο, είτε αρσενικό είτε θηλυκό, σε Όμηρ.· στους ποιητές γενικά αντί ἵππος, σε Σοφ. κ.λπ. 2. νεαρό ζώο, μικρό, σε Ανθ. 3. στους Ποιητές, θηλ., νεαρό κορίτσι, κοπέλα, κόρη, όπως τα δάμαλις, μόσχος, πόρτις, Λατ. juvenca, σε Ευρ.· σπανιότερα αρσ., νεαρός άντρας, σε Αισχύλ.
-
πωλο-τρόφος, -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει νεαρά άλογα, σε Ανθ.
-
πῶμα, -ατος, τό, σκέπασμα, κάλυμμα, σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).
-
πῶμα, -ατος, τό (√ΠΟ σε μερικούς χρόνους του πίνω), ποτό, ρόφημα, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.
-
πωμάζω, σκεπάζω με πώμα, καλύπτω, σε Βάβρ.
-
πώμᾰλᾰ, βλ. πῶ.
-
πώ-ποτε, (πω, ποτέ), ήδη ποτέ, ποτέ ως τώρα, κυρίως με άρνηση, οὐπώποτε, μὴ πώποτε, σε Όμηρ. κ.λπ.
-
πώρῐνος, -η, -ον, βλ. πῶρος.
-
πῶρος, ὁ, Λατ. tophus, Ιταλ. tufa, είδος μαρμάρου· ο πώρινος λίθος του Ηροδ.
-
πωρόω, μέλ. -ώσω, απολιθώνω, μετατρέπω σε πέτρα· μεταφ. στην Παθ., γίνομαι σκληρός όπως η πέτρα, γίνομαι αναίσθητος, λέγεται για την καρδιά, σε Κ.Δ.
-
πώρωσις, -εως, ἡ, απολίθωση· μεταφ., σκληρότητα, σε Κ.Δ.
-
πῶς; Ιων. κῶς; I. 1. ερωτημ. επίρρ. του τρόπου, πώς; με ποιο τρόπο ή τέχνασμα; Λατ. qui? quomodo? χρησιμ. στις ευθείες ερωτήσεις όπως το ὅπως στις πλάγιες, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δεύτερη ερώτηση στην ίδια πρόταση, πῶς ἐκ τίνος νεώς... ἥκετε; πώς και με ποιο πλοίο ήρθατε; σε Ευρ.· με γεν., πῶς ἀγῶνος ἥκομεν; πώς έχουμε φτάσει στον αγώνα; στον ίδ. 2. με ρήματα που σημαίνουν πώληση, πόσο; σε ποια τιμή; πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; σε Αριστοφ. 3. πῶς δοκεῖς; βλ. δοκέω I. 2. II. 1. με άλλα μόρια, πῶς ἄν...; Επικ., πῶς κε ή κεν...; πώς αλήθεια;, σε Όμηρ., Ευρ.· σε Τραγ., πῶςἄν με ευκτ. εκφράζει ευχή, επιθυμία, πώς μπορεί να γίνει, δηλ. πώς θα μπορούσε να είναι...! Λατ. O sI..! O utinam...! πῶς ἂν θάνοιμι; πῶς ἂν ὀλοίμην; κ.λπ. 2. πῶς ἄρα...; σε απάντηση, πώς λοιπόν; σε Όμηρ. 3. πῶς γάρ...; επίσης σε απάντηση, σαν κάτι να έχει προηγηθεί (που όμως δεν μπορεί να γίνει), διότι πώς είναι δυνατόν...; στον ίδ., Σοφ. 4. πῶς δή; πώς μα την αλήθεια; σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, πῶς γὰρ δή; σε Ομήρ. Οδ.· πῶς δῆτα...; σε Αισχύλ. κ.λπ. 5. καὶ πῶς...; για να δηλώσει αντίρρηση, πώς μπορεί να είναι, να συμβαίνει ακόμα; σε Αττ. 6. πῶς οὐ... πώς όχι...; δηλ. βέβαια είναι έτσι..., σε Θουκ. κ.λπ. 7. πῶς οὖν...; όπως πῶς ἄρα..., σε Αισχύλ. κ.λπ. 8. πῶς ποτε...; πώς άραγε...; σε Σοφ.
-
πως, Ιων. κως, εγκλιτ. επίρρ. του τρόπου· I. με κάθε τρόπο, κάπως, με όλα τα μέσα, σε Όμηρ.· ὧδέπως, κατ' αυτόν περίπου τον τρόπο, σε Ξεν.· ἄλλως πως, με κάποιον άλλο τρόπο, στον ίδ.· έπειτα από υποθετικά μόρια, εἴ πως, ἐάν ή ἤν πως, Λατ. si qua, si forte, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. πως, πώς ή πῶς, όχι εγκλιτ., κατά κάποιον τρόπο, με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αντίθ. προς το ἁπλῶς, σε Αριστ.