Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [5481 - 5500]
-
πυρρίχη[ῐ] (ενν. ὄρχησις), ἡ, 1. είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (Πύρριχος) που την επινόησε· 2. γενικά, δειναὶ π., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, «βλέπω κάτι πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ.
-
πυρρῐχίζω, χορεύω στο ρυθμό του πυρρίχιου, σε Λουκ.
-
πυρρίχιος[ῐ], ὁ, I. αυτός που προέρχεται ή ανήκει στο χορό της πυρρίχης, σε Λουκ. II. ποὺς πυρρίχιος, πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές και χρησιμ. στην πυρρίχη ή σε πολεμικό άσμα.
-
πυρρῐχιστής, -οῦ, ὁ, χορευτής της πυρρίχης· οἱ πυρριχισταί, χορός των ορχηστών της πυρρίχης, σε Λυσ., Ισαίο.
-
πύρρῐχος, -η, -ο, Δωρ. αντί πυρρός, κόκκινος, σε Θεόκρ.
-
πυρρο-γένειος, -ον (γένειον), αυτός που έχει κοκκινωπή, πυρρόχρωμη γενειάδα, σε Ανθ.
-
πυρρό-θριξ, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.
-
πυρρο-κόραξ, -ᾰκος, ὁ, κόρακας που έχει κόκκινο ράμφος, σε Πλίν.
-
πυρρόομαι, Παθ., γίνομαι κόκκινος, σε Αριστ.
-
πυρρ-οπίπης[ῑ], -ου, ὁ (ὀπιπτεύω), αυτός που γλυκοκοιτάζει ξανθόμαλλα νεαρά αγόρια, παιδεραστής, λογοπαίγνιο στη λέξη πῡρο-πίπης, αυτός που «γλυκοκοιτάζει» το σιτάρι (δηλ. τη σίτηση στο Πρυτανείο), σε Αριστοφ.
-
πυρρός, -ά, -όν, Ιων. -ή, -όν· αλλά στην αρχ. Αττ. και Δωρ. πυρσός, -ή, -όν (πῦρ),· 1. φλογερός στο χρώμα, ερυθροκίτρινος· λέγεται για πρόσωπα με κόκκινα μαλλιά, όπως οι Σκύθες, Λατ. rufus, σε Ηρόδ.· λέγεται για το χρώμα της πρώτης γενειάδας, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. γενικά, κόκκινος, πυρρόχρωμος, ξανθοκόκκινος, Λατ. fulvus, λέων, σε Ευρ., Ξεν. 3. λέγεται για πρόσωπα επίσης, με κόκκινες ερυθριάσεις, σε Αριστοφ.· αλλά, κύων πύρσ' ἔχουσα δέργματα, προσβλέποντας με κόκκινα μάτια, σε Ευρ.
-
πυρρό-τρῐχος, -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.
-
πυρσαίνω (πυρσός), κάνω κάτι κόκκινο, χρωματίζω με κόκκινο, κοκκινίζω, σε Ευρ.
-
πυρσεύω, μέλ. -σω (πυρσός)· I. λάμπω, ανάβω, πυρσεύσας σέλας Εὐβοίαν, έκανε την Εύβοια να λάμπει με τους πυρσούς (το σέλας συντάσσεται με τη σημασία του ρήματος), σε Ευρ. II. κάνω σινιάλο με πυρσούς ή σημάδια από φωτιά, σε Ξεν.· μεταφ., πυρσεύετε κραυγὴν ἀγῶνος, εκπέμπετε κραυγή μάχης, σε Ευρ. — Παθ., δόξα ὥσπερ ἀπὸ σκοπῆς πυρσεύεται, σε Πλούτ.· απρόσ., πυρσεύεται, γίνονται σινιάλα με πυρσούς, σε Λουκ.
-
πυρσο-βόλος, -ον (βάλλω), αυτός που εξακοντίζει φωτιά, σε Ανθ.
-
πυρσό-νωτος, -ον, αυτός που έχει κόκκινα, πυρρόχρωμα νώτα, σε Ευρ.
-
πυρσός, -οῦ, ὁ, ετερόκλ. πληθ. πυρσά (πῦρ)· I. φανός, πυρσός, λάμψη φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· στον πληθ., φωτιές, πυρά, σε Ανθ.· μεταφ., πυρσὸς ὕμνων, σε Πίνδ.· πληθ., τα πυρά, η φλόγα του έρωτα, ερωτική έξαψη, σε Θεόκρ. II. 1. σημείο ή σινιάλο από φωτιά, σε Ηρόδ. 2. πληθ., πυρσά, φωτιές σκοπιάς, σε Ευρ.
-
πυρσός, -ή, -όν, αρχ. Αττ. τύπος αντί πυρρός.
-
πυρσο-τόκος, -ον (τίκτω), αυτός που παράγει φωτιά, πυρσοτόκος λίθος, πυρίτης, σε Ανθ.
-
πυρσ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ.