Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [521 - 540]
-
πάπραξ, -ακος, ὁ, λιμνόβιο ψάρι στη Θράκη, σε Ηρόδ.
-
παπταίνω, μέλ. -ᾰνω, αόρ. αʹ ἐπάπτηνα, Επικ. πάπτηνα · I. βλέπω προσεκτικά, παρατηρώ, σε Όμηρ.· κυρίως με σημασία φόβου ή προφύλαξης, κοιτάζω ή περιεργάζομαι τριγύρω, στον ίδ. II. με αιτ., κοιτάζω ολόγυρα, αναζητώ, ψάχνω, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· παπτάναις (μτχ. Δωρ. αορ. αʹ), ρίχνω τα μάτια μου πάνω σ' ένα πράγμα, σε Πίνδ.· αγριοκοιτάζω, τινά, σε Σοφ.
-
πάπῡρος, ὁ και ἡ, 1. πάπυρος, αιγυπτιακό φυτό με τριγωνικά κοτσάνια· το χαρτί που βγαίνει από τον πάπυρο, κατασκευάζεται με αποφλοίωση του εξωτερικού φλοιού (βύβλος), και συγκόλληση όλων των σχοινιών του μαζί. 2. οτιδήποτε φτιάχνεται από πάπυρο, λινάρι, σχοινί, σπάγγος κ.λπ., σε Ανθ.
-
πᾰρά[ρᾰ], Επικ. και Λυρ. παραί και συντετμ. παρ, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· κυρίως σημαίνει κίνηση δίπλα σε κάτι.
Α. ΜΕ ΓΕΝ.: I. από την πλευρά όπου, από δίπλα, από, φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μυροῦ, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κυρίως λέγεται για ανθρώπους, ἦλθε πὰρ Διός, στο ίδ.· ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλῆος, σε Ηρόδ.· ὁ παρά τινος ἥκων, ο αγγελιοφόρος του, σε Ξεν. 2. αυτός που προέρχεται από κάποιον άνθρωπο, γίγνεσθαι παρά τινος, γεννιέμαι απ' αυτόν, σε Πλάτ.· όταν ακολουθεί ουσ. μπορεί να προστεθεί μια μτχ., ἡ παρὰ τῶν ἀνθρώπων δόξα, δόξα δοσμένη από τους ανθρώπους, στον ίδ.· τὸπαρ' ἐμοῦ ἀδίκημα, που έχω προκαλέσει εγώ, σε Ξεν.· παρ' ἑαυτοῦ διδόναι, δίνω από τα δικά μου, δηλ. από δικά μου χρήματα ή με δικά μου έξοδα, σε Ηρόδ. 3. με ρήματα που δηλώνουν αποδοχή ή λήψη, τυχεῖν τινος παρά τινος, σε Ομήρ. Οδ.· εὑρέσθαι τι παρά τινος, σε Ισοκρ.· δέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρά τινος, σε Θουκ.· μανθάνειν, ἀκούειν παρά τινος, σε Ηρόδ. 4. με Παθ. ρήματα, από την πλευρά κάποιου, εκ μέρους κάποιου (όπως το ὑπό· όχι στον ευθύ λόγο), παρὰ θεῶν δίδοταί ή σημαίνεταί τι, σε Πλάτ.· τὰ παρά τινος λεγόμενα ή συμβουλευόμενα, σε Ξεν.· φάρμακον πιεῖν παρὰ τοῦ ἰατροῦ, σύμφωνα με τη συνταγή του, σε Πλάτ. III. στα ποιητικά κείμενα, αντί παρὰ με δοτ., κοντά, δίπλα, πὰρ Σαλαμῖνος, σε Πίνδ.· πὰρ Κυανεᾶν σπιλάδων, σε Σοφ.· παρ' Ἰσμηνοῦ ῥείθρων, στον ίδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.: πλησίον, δίπλα, κοντά, με ρήματα που δηλώνουν στάση· χρησιμοποιείται για να απαντήσει στην ερώτηση «πού»; I. λέγεται για τόπο, ἧσθαι πὰρ πυρί, σε Ομήρ. Οδ.· ἑστάναι παρ' ὄχεσφιν, σε Ομήρ. Ιλ.· πὰρ ποσσί, στα πόδια κάποιου, στο ίδ.· παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης, στο ίδ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, κεῖτοπαρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· στῆναι παρά τινι, στέκομαι κοντά σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. όπως το Λατ. apud, Γαλλ. chez, στο σπίτι κάποιου, μένειν παρά τινι, στο ίδ.· οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι, οι άνθρωποι εδώ (κοντά μας), σε Πλάτ.· ἡπαρ' ἡμῖν πολιτεία, σε Δημ.· όπως το Λατ. apud αντί penes, στα χέρια κάποιου, ἔχειν παρ' ἑωϋτῷ, σε Ηρόδ. 3. Λατ. coram, μπροστά σε, ενώπιον, ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν, σε Ομήρ. Οδ.· πριν από τη δίκη, σε Ηρόδ., Αττ.· παρ' ἐμοί, Λατ. me judice, σε Ηρόδ.· εὐδοκιμεῖν, μέγα δύνασθαι, τιμᾶσθαι παρά τινι, με κάποιον, σε Πλάτ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.: δίπλα από κάτι ή με κίνηση παράλληλη προς αυτό. I. λέγεται για τόπο, 1. με ρήματα κίνησης, βῆ παρὰ θῖνα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' Ἥφαιστον, στον θάλαμό του, σε Θουκ., Πλάτ. 2. με ρήματα στάσεως, πλησίον, κοντά, σε, κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας, βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' ἔμ' ἵστασο, έλα και στάσου δίπλα μου, στο ίδ. 3. με ρήματα που δηλώνουν πλήγμα ή τραυματισμό, βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰχμὴ δ' ἐξεσύθη παρὰ ἀνθερεῶνα, στο ίδ. 4. α) με ρήματα που δηλώνουν πέρασμα κοντά από κάπου, σε Όμηρ.· παρὰ τὴν Βαβυλῶνα παριέναι, σε Ξεν. β) πὰρ δύναμιν, πάνω από τη δύναμη κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. γ) αντίθετα προς, εναντίον, παρὰ μοῖραν, ενάντια στη μοίρα, σε Όμηρ.· παρ' αἶσαν, παρὰ τὰς σπονδάς, σε Θουκ.· παρὰ δόξαν, αντίθετα με τη γνώμη, στον ίδ.· παρ' ἐλπίδας, σε Σοφ. 5. πλην, εκτός, οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ' ἄλλα, πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο, σε Αριστοφ.· παρὰ ἐν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Ὀλυμπιάδα, θα κέρδιζε το Ολυμπιακό βραβείο παρά ένα αγώνισμα, την πάλη, δηλ. ήταν κοντά στο να το κερδίσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, παρὰ ὀλίγον, περίπου, για λίγο, σε Ευρ.· παρ' ἐλάχιστον ἦλθε ἀφελέσεσθαι, έφτασε στο ύστατο σημείο να φύγει, σε Θουκ.· παρὰτοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, έφτασε πολύ κοντά στον κίνδυνο, δηλ. ο κίνδυνος ήταν εξαιρετικά άμεσος, στον ίδ.· αντίθ. προς αυτές τις φράσεις είναι το παρὰ πολύ, πολύ μακριά, δεινότατον παρὰ πολύ, σε Αριστοφ.· παρὰ πολὺ νικᾶν, σε Θουκ.· αλλὰ 6. παρὰ ὀλίγον ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, κάνω κάτι ασήμαντο, σε Ξεν.· παρ' οὐδέν ἐστι, λογίζεται ως τίποτα, σε Σοφ. 7. με τη σημασία της εναλλαγής, παρ' ἡμέραν ή παρ' ἦμαρ, Δωρ. παρ' ἆμαρ, μέρα με τη μέρα, σε Πίνδ., Σοφ.· πληγὴ παρὰ πληγήν, χτύπημα ως ανταπόδοση χτυπήματος, σε Αριστοφ. 8. με τη σημασία της σύγκρισης, παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα ὥσπερ θεοί οἱ ἄνθρωποι βιοτεύουσι, οι άνθρωποι —σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα— ζουν όπως οι θεοί, σε Ξεν.· χειμὼν μείζω παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν, σε Θουκ. 9. μεταφ., λέγεται για να δηλώσει εξάρτηση, εξαιτίας, ένεκα, παρὰ τὴν ἑαυτοῦ ἀμέλειαν, στον ίδ.· παρὰ τοῦτο γέγονε, σε Δημ. II. 1. λέγεται για χρόνο, καθόλη τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια, παρὰ τὴν ζόην, σε Ηρόδ.· παρὰ πάντα τὸν χρόνον, σε Δημ.· παρὰ ποτόν, καθώς έπιναν, σε Αισχίν. 2. κατά τη στιγμή όπου, παρ' αὐτὰ τἀδικήματα, Λατ. flagrante delicto, σε Δημ. Δ. ΘΕΣΗ: το παρὰ μπορεί να ακολουθεί το ουσ. σε όλες τις πτώσεις, αλλά έπειτα γίνεται με αναστροφή πάρα. Ε. ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ: το πάρα επίσης τίθεται αντί πάρεστι και πάρεισι. ΣΤ. ΑΠΟΛΥΤΟ: παρά ως επίρρ., κοντά, μαζί, πλησίον, σε Όμηρ. Ζ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. παράλληλα με, δίπλα, παράλληλοι, παραπλέω. II. προς το μέρος, σε, προς, παραδίδωμι, παρέχω. III. κοντά σε κάποιο μέρος, δίπλα, παρέρχομαι, παρατρέχω. III. μεταφ., 1. πέρα από, δηλ. εσφαλμένα, λάθος, παραβαίνω, παρακρούω. 2. ως σύγκριση, παραβάλλω, παρατίθημι. 3. λέγεται για μεταβολή, παραλλάσσω, παράφημι.
-
παρα-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, -βέβαα, μτχ. -βεβώς, Επικ. -βεβαώς· αόρ. βʹ παρέβην· — Παθ., αορ. αʹ παρεβάθην [ᾰ]· παρακ. παραβέβασμαι· I. προχωρώ πέρα από κάτι, με δοτ.· Ἕκτορι παρβεβαώς, στέκομαι δίπλα στον Έκτορα μέσα στο άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. παρέβασκε χρησιμ. ως = ἦν παραβάτης, στο ίδ. II. 1. περνάω δίπλα ή πιο πέρα, προσπερνώ, παραβαίνω, τὰ νόμιμα, σε Ηρόδ.· δίκην, σε Αισχύλ.· τὰς σπονδάς, σε Αριστοφ., Θουκ.· απόλ., παραβάντες, οι παραβάτες, σε Αισχύλ. — Παθ., παραβιάζομαι, καταπατώμαι, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει παραβεβάσθαι, σε Θουκ.· νόμῳ παραβαθέντι, στον ίδ.· παραβαινομένων, απόλ., παρόλο που γίνονται παραβάσεις, στον ίδ. 2. αφήνω, παραλείπω, σε Σοφ., Δημ.· οὔμε παρέβα φάσμα, δεν μου διέφυγε, σε Ευρ. III. προχωρώ εμπρός, παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον, εμφανίζομαι μπροστά για να μιλήσω στους θεατές (δηλ. στη σκηνή), σε Αριστοφ.· πρβλ. παράβασις III.
-
παρα-βάκτρος, -ον (βάκτρον), όμοιος με ραβδί, παραβάκτρος θεραπεύμασι, υπηρετώντας, χρησιμεύοντας ως ραβδί, σε Ευρ.
-
παρά-βακχος, -ον, όμοιος με βακχιστή, θεατρικός, σε Πλούτ.
-
παρα-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ παρέβᾰλον, παρακ. παραβέβληκα. — Παθ., παρακ. βέβλημαι·
Α. I. 1. ρίχνω δίπλα ή μπροστά, ρίχνω κάτι σε κάποιον, οπως τροφή στα άλογα, σε Όμηρ.· κρατώ ως δόλωμα, σε Ξεν. 2. ρίχνω στα δόντια κάποιου, Λατ. objicere, παρέβαλεν ἐμέ, με εξέθεσε, με παρέδωσε σε αυτούς, σε Αριστοφ. — Μέσ., εκθέτω σε κίνδυνο κάποιον ή ό,τι του ανήκει, αἰέν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν, την διακινδυνεύω στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, παραβάλλεσθαι τὰ τέκνα, σε Ηρόδ. — Παθ., κύβοισι παραβεβλημένος, δοσμένος στα ζάρια, σε Αριστοφ. 2. Μέσ., εκθέτω σε κίνδυνο, διακυβεύω, πλείω παραβαλλόμενοι, αυτοί που έχουν περισσότερα συμφέροντα σε διακινδύνευση, σε Θουκ.· ομοίως σε Παθ. παρακ., Λακεδαιμονίοις πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι, αυτοί που διακινδύνευσαν περισσότερο, στον ίδ.· επίσης, τὸν κίνδυνον τῶν σωμάτων παραβαλλομένους, στον ίδ. III. 1. τοποθετώ δίπλα, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ηρόδ.· τι πρός τι, σε Ξεν.· τι παρά τι, σε Πλάτ.· ομοίως σε Μέσ., απόλ., παραβαλλόμεναι, συγκρινόμενες με κάτι άλλο, σε Ευρ.· και σε Παθ., ἀπάτα δ' ἀπάταις παραβαλλομένα, απάτη που απαντά σε άλλες απάτες, σε Σοφ. 2. Μέσ., φέρνω παραπλεύρως, τὴν ἄκατον παραβάλλου, φέρε τη βάρκα σου παραδίπλα, σε Αριστοφ.· και απόλ., παραβαλοῦ, στον ίδ. IV. ρίχνω, γυρίζω, λυγίζω προς τα πλάγια, παραβάλλειν τὸν ὀφθαλμὸν ή τὼ ὀφθαλμῷ, ρίχνω πλάγιο βλέμμα, όπως κάνει ένα δειλό ζώο, στον ίδ., Πλάτ.· ομοίως, παραβάλλω τὸ ἔτερον οὖς πλάγιον, λυγίζω το αυτί μου έτσι ώστε να ακούσω, σε Ξεν.· παραβάλλω τοὺς γομφίους, τοποθετώ πλάγια στους γομφίους, σε Αριστοφ. V. εναποθέτω, εμπιστεύομαι, Λατ. committere, τί τινι, σε Ηρόδ. VI. σε Μέσ., εξαπατώ, προδίδω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. Β. Αμτβ., I. έρχομαι κοντά, πλησιάζω, σε Πλάτ., Αριστ.· παραβάλλω ἀλλήλοις, συναντάμε ο ένας τον άλλο, σε Πλάτ. II. πορεύομαι μέσα από την θάλασσα, διέρχομαι, Λατ. trajicere, παρέβαλε νηυσί, σε Ηρόδ.· ομοίως, λέγεται για τα πλοία, ναῦς Πελοποννησίων παρέβαλον εἰς Ἰωνίαν, σε Θουκ. III. στρέφομαι προς, μεταβαίνω, σε Αριστ.
-
παρα-βάπτω, μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.
-
παραβᾰσία, ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ. παρβασία, σε Αισχύλ.
-
παρά-βᾰσις, Επικ. παραί-β-, ἡ, I. παρεκτροπή, μεταβολή, παρέκκλιση, σε Αριστ. II. υπέρβαση, τῶν δικαίων, σε Πλούτ.· απόλ., παράβαση, στον ίδ. III. παράβασις, μέρος της αρχαίας Κωμωδίας, κατά το οποίο ο Χορός έρχονταν μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό εν ονόματι του ποιητή.
-
παραβάτης, ποιητ. παραιβάτης και παρβάτης, -ου, ὁ (παραβαίνω I)· I. 1. αυτός που στέκεται κοντά, κυρίως ο πολεμιστής που στέκεται δίπλα στον ηνίοχο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ., Ξεν. 2. στον πληθ., ψιλοί στρατιώτες (ελαφρώς) οπλισμένοι που έτρεχαν δίπλα στους ιππείς, σε Πλούτ. II. (παραβαίνω II. 1), παραβάτης, αμαρτωλός, σε Αισχύλ.
-
παραβάτις, ποιητ. παραιβάτις, -ιδος, θηλ. του παραβάτης· γυναίκα που ακολουθεί τους θεριστές, σε Θεόκρ.
-
παρα-βᾰτός, ποιητ. παρ-βατός, -όν, αυτός που μπορεί να παραβιαστεί ή να εξαπατηθεί, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
παραβεβάσθαι, απαρ. Παθ. παρακ. του παραβαίνω.
-
παρα-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου, εκβιάζω, εξαναγκάζω κάποιον, σε Κ.Δ.
-
παρα-βλαστάνω, μέλ. -βλαστήσω, αόρ. βʹ ἔβλαστον, αναπτύσσομαι, φυτρώνω δίπλα ή πλησίον, σε Πλάτ.
-
παρα-βλέπω, μέλ. -ψω, 1. κοιτώ λοξά, ρίχνω πλάγιο βλέμμα, σε Αριστοφ.· παραβλέπω θατέρῳ (ενν. ὀφθαλμῷ), κοιτώ ύποπτα με το ένα μάτι, στον ίδ. 2. δεν βλέπω καλά, παρορώ, σε Λουκ.
-
παραβλήδην, επίρρ., (παραβάλλω), με πλάγιο υπαινιγμό, με ειρωνική διάθεση, παραβλήδην ἀγορεύων, μιλάω πλαγίως εννοώντας άλλα, δηλ. με πονηρούς σκοπούς, παραπλανητικά, προσποιητά, με κακόβουλες προθέσεις, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. παράβολος I.
-
παράβλημα, -ατος, τό (παραβάλλω), αυτό που κρέμεται δίπλα ή μπροστά από κάτι, σκέπασμα ή παραπέτασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει τις πλευρές των πλοίων, σε Ξεν.