Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [5141 - 5160]
-
πρυμνόν, τό, το χαμηλότερο μέρος, το τελευταίο, το έσχατο, το άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι, κατά τα άκρα της αγοράς, σε Πίνδ.
-
πρυμνός, -ή, -όν, Επικ. επίθ., έσχατος, τελευταίος· στον Όμηρ. πάντα το έσχατο μέρος, μέλος του σώματος, η ρίζα, πρυμνὸς βραχίων, πρυμνὴ γλῶσσα κ.λπ.· ομοίως, πρυμνὴν ὕλην ἐκτάμνειν, κόβω το δέντρο από την ρίζα, σύρριζα, σε Ομήρ. Ιλ.· δόρυ πρυμνόν, το κατώτατο μέρος της αιχμής του δόρατος, εκεί όπου συνάπτεται με την ξύλινη λαβή, στέλεχος, στο ίδ.· λᾶας πρυμνὸς παχύς, λίθος πλατύς στη βάση, αντίθ. προς το ὕπερθεν ὀξύς (που ακολουθεί), στο ίδ.· υπερθ. πρυμνότατος, σε Ομήρ. Οδ.· για το πρύμνη ναῦς, βλ. πρύμνα (αμφίβ. προέλ.).
-
πρυμν-οῦχος, -ον (ἔχω), I. αυτός που κρατάει την πρύμνη του πλοίου, σε Ανθ. II. αυτός που συγκρατεί τα πλοία (επειδή ήταν αγκυροβολημένα από την πρύμνη), Αὖλις, σε Ευρ.
-
πρυμν-ώρεια, ἡ (ὄρος), πόδια, πρόποδες βουνού, σε Ομήρ. Ιλ.
-
πρῠτᾰνεία, Ιων. -ηΐη, ἡ (πρυτανεύω)· I. πρυτανεία ή προεδρία· στην Αθήνα διαρκούσε 35 ή 36 ημέρες, περίπου δηλαδή το ένα δέκατο του έτους, κατά τη διάρκεια του οποίου οι πρυτάνεις κάθε φυλῆς, προήδρευαν εκ διαδοχής στη βουλὴν και την ἐκκλησίαν, σε Ρήτ.· ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (ενν. τῆς Πανδιονίδος), την ενδέκατη μέρα της προεδρίας της Πανδιονίδας φυλής, σε Δημ. II. οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα που έχει ορισμένη διάρκεια, πρυτανεία τῆς ἡμέρης, η αρχιστρατηγία της ημέρας που ασκείτο εκ διαδοχής, σε Ηρόδ.
-
πρῠτᾰνεῖον, Ιων. -ήϊον, τό (πρύτανις), I. αίθουσα του πρυτάνεως, δημαρχείο, Λατ. curia, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ήταν αφιερωμένο στην Εστία (Vesta), προς τιμήν της οποίας έκαιγε αέναη φωτιά, η οποία ερχόταν στις αποικίες από το πρυτανείο της μητρόπολης· στην Αθήνα οι πρυτάνεις σιτίζονταν εκεί και διασκέδαζαν τους ξένους πρέσβεις δημοσία δαπάνη, σε Αριστοφ., Δημ.· οι πολίτες επίσης που ευεργέτησαν την πολιτεία καθώς και τα παιδιά αυτών που έπεσαν στη μάχη ανταμείβονταν με σίτιση στο πρυτανείο, ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν, σιτεῖσθαι, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. 1. δικαστήριο στην Αθήνα, σε Δημ., Πλούτ. 2. πρυτανεῖα, τά, σύνολο χρημάτων που κατατίθεται από τον κάθε αντίδικο στο δικαστήριο πριν ξεκινήσει η δίκη, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τιθέναι πρυτανεῖά τινι, καταθέτω χρήματα εναντίον κάποιου, δηλ. κάνω αγωγή εναντίον του, στον ίδ.· ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ (ενν. τῶν πρυτανείων), στον ίδ.· δέχεσθαι τὰ πρυτανεῖα, δέχομαι την καταβολή, δηλ. επιτρέπω την εισαγωγή της αγωγής, στον ίδ.
-
πρῠτᾰνεύω, μέλ. -σω, I. είμαι πρύτανις ή πρόεδρος, έχω κυριαρχία, εξουσία, κυβερνώ, σε Ομηρ. Ύμν. II. 1. στην Αθήνα, έχω το αξίωμα του πρύτανη, κυρίως χρησιμ. από την προεδρεύουσα φυλή (βλ. πρύτανις II), ἔτυχεν ἡ φυλὴ Ἀκαμαντὶς πρυτανεύουσα, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. πρυτανεύω περὶ εἰρήνης, κάνω πρόταση για ειρήνη και τη θέτω σε ψηφοφορία, διότι αυτό ήταν το καθήκον των πρυτάνεων, σε Αριστοφ. κ.λπ. III. γενικά, διευθύνω, διοικώ, κανονίζω, σε Δημ. — Παθ., πρυτανεύεσθαι παρά τινος, στον ίδ.
-
πρυτᾰνηΐη, -ήϊον, Ιων. αντί πρυτανεία, -νεῖον.
-
πρύτᾰνις[ῠ], γεν. -εως, ὁ· πληθ. πρυτάνεις· (πιθ. από πρόθ. πρό)· I. κυβερνήτης, διοικητής, άρχοντας, αρχηγός, λέγεται για τον Ιέρωνα, σε Πίνδ.· λέγεται για τον Δία, στον ίδ., Αισχύλ. II. στην Αθήνα, πρύτανης ή πρόεδρος, πολιτικό αξίωμα· οι πρύτανεις ήταν η επιτροπή 50 βουλευτών, εκλεγμένη με κλήρο από καθεμία από τις 10 φυλές (φυλαί), ώστε η καθεμία από αυτές αποτελούσε το 1/10 της βουλής (βουλή) των 500· απ' αυτούς τους 50 πρυτάνεις, ένας ήταν εκλεγμενος με κλήρο, ως ο αρχηγός-πρόεδρος (ἐπιστάτης)· αυτός επέλεγε 9 προέδρους (πρόεδροι)· και η πραγματική εξουσία ήταν στα χέρια αυτού του μικρότερου σώματος, με ένα γραμματέα (γραμματεύς) επιπλέον· η φυλή που αναλάμβανε την εξουσία κάθε χρόνο αποφασιζόταν με κλήρο και ο χρόνος της διακυβέρνησής της (πρυτανεία) ήταν περίπου πέντε εβδομάδες· κατά το διάστημα αυτό, όλες οι συνθήκες και οι δημόσιες πράξεις έφεραν το όνομά τους ως εξής: Ἀκαμαντὶς (φυλὴ) ἐπρυτάνευε, Φαίνιππος ἐγραμμάτευε, Νικιάδης ἐπεστάτει, η Ακαμαντίς φυλή ήταν στην προεδρία, ο Φαίνιππος γραμματέας, ο Νικιάδης αρχηγός-πρόεδρος, σε Θουκ.
-
πρώ ή πρῴ, πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, βλ. πρωΐ.
-
πρῷζος, -ον, Αττ. πρώϊζος.
-
πρώην, Δωρ. πρώᾱν (πρωί), I. πρόσφατα, προ ολίγου, Λατ. nuper, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. προχθές, οὐ χθές, ἀλλὰ πρώην, σε Θουκ.· πρώην τε καὶ χθές, μέχρι προχθές, μέχρι πρότινος, σε Ηρόδ.· ομοίως, χθές τε καὶ πρώην, σε Αριστοφ.· πρώην καὶ χθές, σε Δημ.
-
πρωθ-ήβης, -ου, ὁ (πρῶτος), αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή της ήβης, σε Όμηρ.· θηλ. πρωθήβη, σε Ομήρ. Οδ.
-
πρωΐ[ῠ], Αττ. πρῴ ή πρῷ, επίρρ. (πρό)· 1. νωρίς το πρωί, νωρίς, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης, σε Ηρόδ.· ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῴ, σε Ξεν.· πρὼ τῇ ὑστεραίᾳ, νωρίς την επόμενη μέρα, πρωί πρωί, στον ίδ.· ἅμαπρωί, ἀπὸ πρωΐ, σε Κ.Δ. 2. γενικά, έγκαιρα, πολύ νωρίς, σε καλό χρόνο, Λατ. mature, tempestive, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., πρῲ τῆς ὥρας, σε Θουκ. 3. = πρὸ καιροῦ, πολύ σύντομα, πάρα πολύ νωρίς, πρῴ γε στενάζεις, σε Αισχύλ.· πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος, σε Θουκ.· το πρωΐ σχηματίζει παραθετικά από το παράγωγο επιθ. πρώιος, συγκρ. πρωιαίτερον, υπερθ. πρωϊαίτατα, Αττ. πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, σε Θουκ. κ.λπ.
-
πρωΐα, βλ. πρώϊος.
-
πρωϊζός, Αττ. πρῳζός, -όν, I. = πρώϊος, ουδ. πληθ. πρωιζά, χρησιμ. ως επίρρ., ακριβώς όπως το πρώην, χθιζά τε καὶ πρωϊζά, χθές ή την προηγούμενη ημέρα (προχθές), σε Ομήρ. Ιλ. II. οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες, τόσο πολύ νωρίς, σε Θεόκρ.
-
πρώϊμος[ῐ], -ον, πρώιμος, λέγεται για καρπούς, σε Ξεν.
-
πρωϊνός[ῐ], -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πρώϊος, σε Βάβρ.
-
πρώϊος, Αττ. πρῷος, -α, -ον (πρωΐ, πρῴ)· νωρίς, I. νωρίς μέσα στην ημέρα, νωρίς την αυγή, το πρωί, πρωινός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, περὶ δείλην πρωΐην (πρβλ. δείλη), σε Ηρόδ.· το πρωία χρησιμ. μόνο του, ως ουσ., ἦν δὲ πρωΐα, πρωΐας γενομένης, σε Κ.Δ. II. νωρίς ως προς το έτος, εγκαίρως· πρώϊος (ὁ στρατὸς) συνελέγετο, σε Ηρόδ.· πρῷα τῶν καρπίμων, οι πρώιμοι καρποί, σε Αριστοφ.
-
πρωκτός, ὁ, πρωκτός, πισινός· γενικά, πίσω μέρος, ουρά, σε Αριστοφ.