Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4901 - 4920]
προστάττω, Αττ. αντί προστάσσω.
προ-σταυρόω, μέλ. -ώσω, φράζω μπροστά ή κατά μήκος με πασσάλους, τὴνθάλασσαν, σε Θουκ.
προσ-τειχίζω, μέλ. -σω, προσθέτω οχύρωση, περικλείω επιπλέον το τείχος της πόλης, σε Θουκ.
προσ-τεκταίνομαι, Μέσ., επινοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-τελέω, μέλ. -έσω, πληρώνω ή ξοδεύω επιπλέον, σε Ξεν.
προ-στέλλω, μέλ. -στελῶ, φυλάσσω ή καλύπτω από μπροστά, προφυλάσσω, σε Θουκ.Μέσ., προστέλλεσθαί τινα, στέλνω κάποιον οπλισμένο στον πόλεμο, σε Αισχύλ.Παθ., προὐστάλης ὁδόν, έκανες πολύ δρόμο, επιχείρησες ένα μακρύ ταξίδι, σε Σοφ.
προ-στένω, αναστενάζω ή θλίβομαι προτού, σε Αισχύλ.
προ-στερνίδιον, τό (στέρνον), κάλυμμα ή κόσμημα για το στήθος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
πρό-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που βρίσκεται μπροστά από ή πάνω στο στήθος, σε Αισχύλ.
προσ-τέρπω, Δωρ. ποτι-τέρπω, μέλ. -ψω, τέρπω ή ευχαριστώ επιπλέον, σε Ομήρ. Ιλ.
προστεχνάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., μηχανεύομαι επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-τήκομαι, μέλ. -τήξομαι, Παθ. με παρακ. προστέτηκα, λιώνω και κολλώ γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, προστᾰκέντος ἰοῦ, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.
προσ-τίθημι, Δωρ. ποτι-· προστ. προστίθει, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ -έθηκα, αόρ. βʹ -έθην, υποτ. -θῶΜέσ., αόρ. αʹ -εθηκάμην, αόρ. βʹ -εθέμην, υποτ. -θῶμαι, γʹ ενικ. ευκτ. -θεῖτοΠαθ., αόρ. αʹ -ετεθην·
Α. I. 1.
τοποθετώ πλησίον, Λατ. apponere, σε Ομήρ. Οδ.· προστίθημι τὰς θύρας, τοποθετώ στην πόρτα, σε Ηρόδ.· προστίθημι κλίμακας τοῖς πύργοις, σε Θουκ. 2. παρέχω, χορηγώ ή παραδίδω, θεῶν γέρα ἐφημέροισι προστίθει, σε Αισχύλ.· γυναῖκα προστίθημί τινι, την δίνω σε αυτόν ως σύζυγο, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. απλώς, δίνω, παρέχω, φερνάς, σε Ευρ.· χρήματα, σε Δημ. II. 1. προστίθημι πρῆγμά τινι, επιβάλλω περαιτέρω εργασία σε κάποιον, επιφορτίζω, σε Ηρόδ.· επίσης με απαρ., προστίθημί τινι πρήσσειν, στον ίδ.· έπειτα, προστίθημί τινι ἀτιμίην, επιβάλλω σε κάποιον την ατίμωση ως τιμωρία, στον ίδ.· λύπην, πόνους, σε Ευρ.· ζημίας τινί, σε Θουκ. 2. αποδίδω ή καταλογίζω σε κάποιον, αἰτίαν τινί, σε Ευρ.· θράσος τινί, στον ίδ. III. 1. προσθέτω, προστίθημί τι τῷ νόμῳ, σε Ηρόδ.· ὅρκῳ προστίθημι (ενν. τὸν λόγον), δηλ. πρώτα ορκίζομαι και έπειτα λέω τον λόγο, σε Σοφ.· απόλ., κάνω προσθήκες, επαυξάνω, σε Θουκ. 2. ιδίως λέγεται για την προσθήκη σε έκθεση γεγονότων ή σε έγγραφα, προστίθημί τι περὶ τῆς ξυμμαχίας, στον ίδ.· προστίθημι τῷ δικαίῳ, προσθέτω στον ορισμό της δικαιοσύνης, σε Πλάτ. 3. με αιτ. προσ., προστίθημι ἑαυτόν τινι, προσχωρώ στην παράταξη κάποιου, σε Θουκ. Β. Μέσ., I. 1. προστίθεσθαι τὴν γνώμην τινί, προσεταιρίζομαι τη γνώμη κάποιου, δηλ. συμφωνώ με αυτόν, σε Δημ.· απόλ., συναινώ με, οἷς ἂν σὺ προσθῇ, σε Σοφ.· προστίθημι τῷ ἀστῷ, είμαι καλώς διατεθειμένος προς αυτόν, διάκειμαι ευνοϊκά, σε Ηρόδ.· απόλ., υποκύπτω, υποτάσσομαι, σε Δημ. 2. δίνω συγκατάθεση, συμφωνώ με ένα πράγμα, συναινώ, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. ψῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι, κυριολεκτικά, θα ρίξω την ψήφο μου για χάρη του Ορέστη, δηλ. θα ψηφίσω υπέρ του Ορέστη, σε Αισχύλ.· ομοίως, μὴ μιᾷ ψήφῳ προστίθεσθαι (ενν. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν, σε Θουκ. II. 1. με αιτ. προσ., προσεταιρίζομαι κάποιον, δηλ. κάνω κάποιον φίλον, προστίθημί τινα, σε Ηρόδ.· ταύτην πρόσθου δάμαρτα, πάρε αυτή για σύζυγο, σε Σοφ. 2. α) με αιτ. πράγμ., προσθέτω, εφαρμόζω σε εμένα, αποκτώ, πρ. πλέον;, σε τί μπορώ να σε βοηθήσω;, στον ίδ.· πρ.χάριν = ἐπιχαρίζεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για συμφορές, επιφέρω κατά του εαυτού μου, σε Τραγ. κ.λπ. β) επιφέρω εναντίον άλλων, προσεθήκαντο πόλεμον, έκαναν πόλεμο, σε Ηρόδ.· μῆνιν προσθέσθαι τινί, ξεσπώ την οργή μου σε κάποιον, στον ίδ.
προσ-τῑλάω, μέλ. -ήσω, κοπρίζω, κουτσουλίζω, σε Αριστοφ.
προσ-τῑμάω, μέλ. -ήσω, επιβάλλω πρόσθετη ποινή πέραν της κανονικής, σε Πλάτ., Δημ.· προστιμάω τῷ δημοσίῳ, επιδικάζω στο δημόσιο ως οφειλή, σε Δημ.· Ενεργ. χρησιμ. για τα δικαστήρια, Μέσ. για τον δικαστή που πρότεινε το πρόσθετο πρόστιμο, σε Νόμ. παρά Δημ.
προστίμημα[ῑ], -ατος, τό, αυτό που επιδικάζεται πέρα και παραπάνω από την κανονική ποινή, πρόστιμο, σε Δημ.
προσ-τρᾰγῳδέω, μεγαλοποιώ με τραγικό τρόπο, σε Στράβ.
προσ-τρέπω, μέλ. -ψω, 1. στρέφομαι προς τον θεό, πλησιάζω με προσευχή, ικετεύω, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και απαρ., ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με αιτ. πράγμ. και απαρ., προσεύχομαι να, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. 2. πλησιάζω, προσεγγίζω (όπως ένας εχθρός), σε Πίνδ.
προσ-τρέφω, μέλ. -θρέψω, ανατρέφω εντός — Παθ., αόρ. αʹ προσεθρέφθην, σε Αισχύλ.
προσ-τρέχω, μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον· 1. τρέχω σε ή προς, έρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, σε Αριστοφ.· απόλ., προστρέχω, ανατρέχω, σε Ξεν. κ.λπ. 2. με εχθρική σημασία, εφορμώ εναντίον, κάνω εξόρμηση, πρός τινα, στον ίδ.