Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4761 - 4780]
πρόσ-οδος, , I. 1. μετάβαση ή προσέλευση, πλησίασμα, ἡ πρόσοδος μάλιστα ταύτῃ ἐγένετο, η έφοδος του ιππικού ήταν πιο εφικτή από αυτή τη μεριά, σε Ηρόδ.· ἀπείπατο τὴνπρόσοδον, απέρριψε τις προτάσεις του, στον ίδ.· πρόσοδος μελάθρων, η είσοδος, σε Ευρ. 2. εισβολή, πρόσοδοι τῆς μάχης, επιθέσεις ή έφοδοι, στον ίδ. 3. όπως το πομπή II, επίσημη πομπή σε ναό με τραγούδι και μουσική, σε Αριστοφ., Ξεν. 4. προσέλευση ή παρουσίαση ρήτορα σε δημόσια συνάθροιση, γράφεσθαι πρόσοδον, ζητώ τον λόγο, σε Δημ.· πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν. II. 1. έσοδο, εισόδημα, αντίθ. προς το κεφάλαιο, σε Δημ.· συνήθως στον πληθ., σε Ρήτ. 2. λέγεται για τα δημόσια εισοδήματα, φόρων πρόσοδος, σε Ηρόδ.· χρημάτων πρόσοδος, σε Θουκ.· συνήθως στον πληθ., εισπράξεις, εισοδήματα, Λατ. reditus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
προσ-όζω, Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.
πρόσ-οιδα, παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.
προσ-οικειόω, μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικό του, τί τινι, σε Στράβ.· προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.
προσ-οικέω, μέλ. -ήσω, 1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ., οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ. 2. με αιτ., κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.
προσ-οικοδομέω, μέλ. -ήσω, χτίζω, οικοδομώ επιπλέον, προσοικοδομέω (τεῖχος), χτίζω άλλο τείχος, σε Θουκ.· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ (βωμῷ) προσοικοδομήσας μεῖζον μῆκος, έχω χτίσει πρόσθετο μήκος στον βωμό της αγοράς, δηλ. έχω αυξήσει το μήκος του, στον ίδ.
πρόσ-οικος, -ον, αυτός που κατοικεί κοντά σε, αυτός που συνορεύει, γειτονικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ πρόσοικοι, οι γείτονες, σε Θουκ.
προσ-οιστέος, , -ον, ρημ. επίθ. του προσφέρω· I. αυτός που πρόκειται να προστεθεί σε, τινί, σε Ευρ. II. 1. προσοιστέον, αυτό που πρέπει κάποιος να προσθέσει, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε τάξη, να διευθύνει, να χειριστεί, γυμνάσια, σε Αριστ.
προσ-οίχομαι, αποθ., προσέρχομαι, πλησιάζω σ' ένα μέρος, σε Πίνδ.
προσ-οκέλλω, 1. ρίχνω ένα πλοίο στην ξηρά, σε Λουκ. 2. απόλ., λέγεται για πλοίο, πέφτω έξω, στον ίδ.
προσ-ολοφύρομαι[ῡ], αποθ., κλαίγομαι σε κάποιον, λέω τα παράπονά μου σε κάποιον, τινί, σε Θουκ.· πρ. ἀλλήλοις, θρηνούσαν ο ένας στον άλλο, σε Πλούτ.
προσ-ομαρτέω, μέλ. -ήσω, βαδίζω κατά μήκος μαζί με, τινί, σε Θέογν. κ.λπ.
προσ-ομῑλέω, μέλ. -ήσω, I. συνοδεύω με, κατοικώ με, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, τινί, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν.· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες, κατευθύνοντας την προσωπική μας επικοινωνία, σε Θουκ. II. διαμένω, συχνάζω, ποτὶ πέτρῃ, σε Θέογν. III. είμαι γνώστης, έμπειρος, πείρᾳ, σε Σοφ.· τῷ πολέμῳ, σε Θουκ.
προσ-όμνῡμι, μέλ. -ομοῦμαι, παίρνω επιπρόσθετο όρκο, σε Ξεν.
προσόμοιος, -ον και , -ον, πολύ όμοιος με κάποιον, τινι, σε Ευρ., Αριστοφ.
προσ-ομοιόω, μέλ. -ώσω, γίνομαι όμοιος, μοιάζω, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι, σε Δημ.
προσ-ομολογέω, μέλ. -ήσω, 1. αναγνωρίζω ή συναινώ επιπλέον, τί τινι, σε Πλάτ.· αναγνωρίζω επιπλέον, ότι οφείλω, σε Δημ.· με αιτ. και απαρ., παραδέχομαι ωσαύτως ότι..., σε Πλάτ.Παθ., παλαιὰ καὶ λίαν προσωμολογημένα, σε Αισχίν. 2. υπόσχομαι επιπλέον, με απαρ. μέλ., σε Δημ. 3. υποχωρώ, παραδίδομαι, σε Ξεν.
προσομολογία, , περαιτέρω ομολογία, σε Δημ.
προσ-ομόργνῡμι, σκουπίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, μεταδίδω· ομοίως στη Μέσ., σε Πλούτ.
προσ-όμουρος, -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός, παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.