Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4621 - 4640]
προσ-θᾱκέω, μέλ. -ήσω, κάθομαι δίπλα ή πάνω σε, ἕδραν, σε Σοφ.
πρόσθε, Ιων. και ποιητ. αντί πρόσθεν.
προσθεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προστίθημι· μτχ. προσθείς.
πρόσθεν, πρόσθε (πρό, πρόςΙων. και ποιητ. επίρρ.
Α.
ΠΡΟΘ. με ΓΕΝ.: I. 1. α) λέγεται για τόπο, μπροστά, πρόσθ' ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρόσθεν ποδῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσθεν πυλάων, πρόσθεν πόλιος, μπροστά, δηλ. έξω από την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος, μπροστά από..., σε Ξεν.· εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων καθέζεσθαι, στον ίδ. β) με παράλληλη σημασία υπεράσπισης, στὰς πρόσθε νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσθε φίλων τοκέων, στο ίδ. 2. με ρήματα κίνησης, πρόσθεν ἔθεν φεύγοντα, στο ίδ. κ.λπ. 3. μεταφ., μπροστά, μάλλον, με προτίμηση σε, πρόσθεν τιθέναι τί τινος, σε Ευρ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, πρόσθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι, σε Σοφ. Β. ως ΕΠΙΡΡ., I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, εμπρός, πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ πρόσθεν, οι άντρες στη μπροστινή σειρά, αντίθ. προς οἱ ὄπισθεν, στο ίδ.· Αττ. ὁ πρόσθεν, σε Ξεν.· τὰ πρόσθεν, στον ίδ. 2. με ρήματα κίνησης, πάνω, μπροστά, πρόσθεν ἡγεμονεύειν, σε Ομήρ. Οδ.· πάριτε ἐς τὸ πρόσθεν, σε Αριστοφ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, προηγουμένως, κάποτε, άλλοτε, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱπρόσθεν ἄνδρες, οι παλιοί άντρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τοῦ πρόσθεν Κάδμου, σε Σοφ.· ἡ πρόσθεν, η προηγούμενη, σε Ευρ.· οἱ πρόσθεν πόνοι, οι προηγούμενοι, οι πρωτύτεροι, κόποι, σε Αισχύλ.· ἡ πρόσθεν ἡμέρα, σε Ξεν.· επίσης, τὸ πρόσθεν ως επίρρ., προηγουμένως, παλιά, σε Όμηρ.· τὰ πρόσθεν, σε Αισχύλ. Γ. ακολουθ. εξαρτημένη πρόταση, 1. πρόσθεν, πρὶν, Λατ. priusquam, κυρίως με άρνηση, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, πρόσθεν ἤ..., σε Σοφ.· πρόσθεν πρὶν ἤ, σε Ξεν. 2. όπως το Λατ. potius, πρόσθεν ἀποθανεῖν ἤ..., πεθαίνω νωρίτερα από..., στον ίδ.
προσθέοιτο, Ιων. αντί θεῖτο, γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ του προστίθημι.
πρόσθες, προστ. αορ. βʹ του προστίθημι.
πρόσ-θεσις, , I. τοποθέτηση, προσάρτηση σκάλας στα τείχη, σε Θουκ.· λέγεται για βεντούζα, σε Αριστ. II. πρόσθεση, προσθήκη, σε Πλάτ.
προσθετέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, τινίτι, σε Ξεν.
πρόσθετος, -ον και , -ον, ρημ. επίθ. του προστίθημι, I. πρόσθετος, τοποθετημένος, λέγεται για ψεύτικα μαλλιά, σε Ξεν. II. Λατ. adictus, αυτός που δίνεται στο δανειστή, σε Πλούτ.
προσ-θέω, μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή σε κάποιον, με δοτ., τινί, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., σε Ξεν.
προσθήκη, (προστίθημι), I. 1. προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἐν προσθήκης μέρει, με τον τρόπο του παραρτήματος, σε Δημ. 2. κάτι που προστίθεται, συμβαίνει, συμβάν, περίσταση, στον ίδ. II. βοήθεια, συνδρομή· προσθήκῃ θεοῦ, σε Σοφ.
πρόσθημα, -ατος, τό, = προσθήκη I, σε Ευρ., Ξεν.
προσ-θιγγάνω, μέλ. -θίξομαι· αόρ. βʹ -έθῐγον, αγγίζω, τινός, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., προσθιγών, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.
πρόσθιος, , -ον (πρόσθεν), μπροστινός, αντίθ. προς το ὀπίσθιος, οἱ πρόσθιοι πόδες, τα μπροστινά πόδια, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ πρόσθιοι ὀδόντες, σε Αριστ.· χοροὶ οἱ πρόσθιοι, οι μπροστινές σειρές των δοντιών, σε Αριστοφ.
προσθό-δομος, , προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.
προσ-θροέω, μέλ. -ήσω, απευθύνομαι, προσφωνώ, αποκαλώ με το όνομα, μιλώ σε κάποιον, τινά, σε Αισχύλ.
προσ-θύμιος, -ον (θῡμός), αυτός που βρίσκεται στο μυαλό κάποιου, ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, τινι, σε Ανθ.
προσ-ιζάνω, κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον, με αιτ., πρὸςἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνω, σε Αισχύλ.· μεταφ. με δοτ., προσχωρώ, προσκολλώμαι σε κάποιον, ἀρά μοι προσιζάνω, στον ίδ.
προσ-ίζω, μέλ. -ιζήσω, κάθομαι δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.
προσ-ίημι, μέλ. προσήσωΜέσ. -ήσομαι· αόρ. αʹ προσῆκα, Μέσ. -ηκάμην· I. 1. στέλνω σε ή προς, αφήνω κάποιον να πλησιάσει, τινὰ πρὸς τὸ πῦρ, σε Ξεν.· εφαρμόζω, τί τινι, στον ίδ. II. 1. Μέσ., προσίεμαι, αφήνω να έρθει κάποιος κοντά, επιτρέπω, προσίημί τιναεἰς τὴν ὁμιλίαν, σε Πλάτ.· προσίημι τοὺς βαρβάρους, τους αφήνω να πλησιάσουν, σε Ξεν. 2. α) παραδέχομαι, αποδέχομαι, πιστεύω, τοῦτο μὲν οὐ προσίεμαι, σε Ηρόδ.· προσηκάμην τὸ ῥηθέν, σε Ευρ. β) παραδέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, ξεινικὰ νόμαια, σε Ηρόδ.· προσίεμαι τὰ προκεκηρυγμένα, δέχομαι, συμφωνώ με τις προτάσεις, σε Θουκ.· προσίεμαι φάρμακον, λαμβάνω, παίρνω φάρμακο, σε Ξεν. γ) επιτρέπω, παραδέχομαι, επιδοκιμάζω, τὴν προδοσίην, σε Ηρόδ.· οὐδαμῇ προσίενται οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον, σε Ξεν. 3. με απαρ., αναλαμβάνω, τολμώ να πράξω, στον ίδ.· επίσης, παραδέχομαι ότι, στον ίδ. 4. με αιτ. προσ., προσελκύω, κερδίζω, ευαρεστώ, οὐδὲν προσίετό μιν, τίποτα δεν τον πείθει ή δεν τον ευχαριστεί, σε Ηρόδ.· ἓν δ' οὐ δύναταί με προσέσθαι, στον ίδ.