Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4581 - 4600]
-
προσ-έσπερος, Δωρ. ποθέσπερος, -ον, = το επόμ.· τὰ ποθέσπερα, ως επίρρ., προς το απόγευμα, σε Θεόκρ.
-
προσ-εταιρέομαι, Μέσ., = το επόμ., σε Λουκ.
-
προσ-εταιρίζομαι, Μέσ., λαμβάνω κάποιον ως φίλο μου, συσχετίζομαι με κάποιον, τινα, σε Ηρόδ.
-
προσεταιριστός, -όν, συνδεδεμένος με κάποιον ως παρέα, προσκολλημένος στην ίδια ἑταιρείαν ή ομάδα, σε Θουκ.
-
προσ-έτῐ, επίρρ., πέρα και πάνω από, ακόμα, εκτός από, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
-
προσ-ευθύνω, φέρνω επιπλέον λογαριασμούς, σε Αριστ.
-
πρόσευξαι, προστ. αορ. αʹ του προσεύχομαι.
-
προσ-ευπορέω, μέλ. -ήσω, παρέχω επιπλέον, σε Δημ.
-
προσ-ευρίσκω, μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον ή ακόμη, σε Σοφ.
-
προσ-ευχή, ἡ, I. προσευχή, παράκληση, οἶκος προσευχῆς, λέγεται για ναό, σε Κ.Δ. II. τόπος για προσευχή, προσευχητάριο ή παρεκκλήσι, στο ίδ., Juvenal.
-
προσ-εύχομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., I. 1. προσφέρω ικεσίες ή τάματα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 2. με αιτ., προσεύχομαι τὸν θεόν, τον προσφωνώ σε προσευχή, σε Αριστοφ. 3. απόλ., προσφέρω προσευχές, λατρεύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. προσεύχομαί τι, προσεύχομαι για κάποιο πράγμα, σε Ξεν.
-
προσ-εφέλκομαι, Μέσ., ελκύω κι άλλο προς εμένα, μεταφ., προσελκύω τους ξένους (για να γίνουν πολίτες), σε Αριστ.
-
προσέφην, αόρ. βʹ του πρόσφημι.
-
προσεχής, -ές (προσέχω), 1. λέγεται για τόπο, αυτός που βρίσκεται δίπλα, προσεχὴς ἑστάναι τινί, στη μάχη, σε Ηρόδ.· με γεωγραφική σημασία, αυτός που συνορεύει, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, όμορος, με δοτ., στον ίδ.· οἱ προσεχέες, διπλανοί γείτονες, στον ίδ. 2. εκτεθειμένος στον άνεμο, σε Στράβ.
-
προσ-έχω και προσ-ίσχω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ προσέσχον, I. 1. παρέχω, προσφέρω, σε Αισχύλ.· φέρω προς, τὴν ἀσπίδα προσίσχειν πρὸς τὸ δάπεδον, σε Ηρόδ. 2. προσέχω ναῦν, φέρνω πλοίο κοντά σ' ένα μέρος, το φέρνω στο λιμάνι, σε Ηρόδ.· Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν, σε Ευρ.· τίς σε προσέσχε χρεία; τί σε έφερε σ' αυτήν τη γη; σε Σοφ.· μόνο του, βάζω μέσα, προσεγγίζω ένα μέρος, προσεχεῖν ἐς τὴν Σάμον, πρὸς τὰς νήσους, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. τόπου, προσέχω τῇ νήσῳ κ.λπ., στον ίδ.· επίσης με αιτ. τόπου, προσέσχες τήνδε γῆν, σε Σοφ.· απόλ., αράζω, αποβιβάζω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. γυρίζω σε ή προς ένα πράγμα, προσέχω ὄμμα, σε Ευρ.· προσέχω τὸν νοῦν, στρέφω το νου, δίνω προσοχή σ' ένα πράγμα, είμαι επίμονος σ' αυτό, Λατ. animadverte, τινί ή πρός τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν νοῦν πρός τινι, στον ίδ.· απόλ., πρόσεχε τὸν νοῦν, πρόσεχε! φυλάξου!, στον ίδ.· ομοίως, προσέχω τὴν γνώμην, σε Θουκ. 4. α) χωρίς τὸν νοῦν, προσέχω ἑαυτῷ, παρέχω φροντίδα, προσοχή σε κάποιον, σε Αριστοφ., Ξεν.· προσέχω ἑαυτοῖς ἀπό τινος, φυλάσσομαι από κάποιον, σε Κ.Δ.· απόλ., προσέχων ἀκουσάτω, προσεκτικά, σε Δημ. β) αφιερώνω τον εαυτό μου σε ένα πράγμα, Λατ. totus esse in illo, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. γ) με απαρ., προσδοκώ να κάνω, σε Ηρόδ. 5. Μέσ., προσκολλώμαι σε κάποιο πράγμα, προσχωρώ σ' αυτό, με δοτ., στον ίδ., σε Αριστοφ. 6. Παθ., συγκρατούμαι σταθερά από ένα πράγμα, ὑπό τινος, σε Ευρ.· μεταφ., προσαρτώμαι σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Θουκ. II. έχω επιπλέον ή επιπροσθέτως, σε Πλάτ., Δημ.
-
προσ-εῷος, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην ανατολή, σε Στράβ.
-
προσ-ζεύγνῠμαι, Παθ., είμαι συνημμένος, προσκολλημένος σε κάποιον, τινι, σε Λουκ.
-
προσ-ζημιόω, μέλ. -ώσω, τιμωρώ επιπλέον, σε Πλάτ.
-
πρόσ-ηβος, -ον (ἥβη), αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία, σε Ξεν.
-
προσήγᾰγον, αόρ. βʹ του προσάγω.