Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4561 - 4580]
-
προσ-επιτέρπομαι, μέλ. -ψομαι — Παθ., διασκεδάζω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο, σε Αριστοφ.
-
προσ-επιτίθημι, μέλ. -θήσω, προσθέτω επιπλέον, σε Αριστ.
-
προσ-επιτροπεύομαι, Παθ., βρίσκομαι κάτω από την εποπτεία κάποιου, σε Δημ.
-
προσ-επιφέρω, φέρω ή παράγω επιπλέον, σε Ξεν.
-
προσ-επιφωνέω, μέλ. -ησω, λέω κάτι επιπλέον, προσθέτω, σε Πλουτ.
-
προσ-επιχᾰρίζομαι, αποθ., χαρίζομαι επιπλέον, τινι, σε Ξεν.
-
προσεπτάμην[ᾰ], αόρ. αʹ του προσπέτομαι.
-
προσ-εργάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., 1. εργάζομαι επιπρόσθετα, τί τινι, σε Ευρ., Πλούτ.· ἀγαθὰ προσεργάζομαί τινι, προσφέρω καλές υπηρεσίες σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. κάνω ή κερδίζω επιπλέον, σε Ξεν.
-
πρόσ-εργον, τό, κέρδη, ενδιαφέρον για τα χρήματα, σε Δημ.
-
προσ-ερείδω, μέλ. -σω, I. ωθώ εναντίον, σε Πολύβ., Πλούτ. II. αμτβ., πιέζω εναντίον, σε Πολύβ.
-
προσερέσθαι, απαρ. αορ. βʹ με μέλ. -ερήσομαι — Μέσ., ρωτώ επιπλέον, σε Πλάτ.
-
προσ-ερεύγομαι, αποθ., εκτοξεύω σε ή εναντίον· μεταφ., λέγεται για κύματα, τα αφρισμένα κύματα που σπάνε, σε Όμηρ.
-
προσ-ερέω, Αττ. συνηρ. -ερῶ, ως μέλ. του προσ- αγορεύω, αορ. βʹ προσεῖπον, παρακ. προσείρηκα — Παθ., μέλ. προσρηθήσομαι, αόρ. αʹ προσερρήθην, παρακ. -είρημαι, 1. μιλώ, προσφωνώ, προσαγορεύω, τινά, σε Ευρ. κ.λπ. 2. με διπλή αιτ., καλώ ή ονομάζω, πολίτας προσερέω ἀλλήλους, σε Πλάτ.
-
προσ-ερίζω, Δωρ. ποτ-ερίσδω, μέλ. -σω, μάχομαι μαζί ή εναντίον, σε Θεόκρ.
-
προσ-έρπω (ἔρπω), Δωρ. ποθ-έρπω, μέλ. -ψω, αόρ. αʹ προσείρπῠσα· 1. απόλ., έρπω ή πλησιάζω κρυφά, σε Σοφ., Αριστοφ.· μεταφ., ὁ προσέρπων χρόνος, δηλ. ο χρόνος που έρχεται, σε Πίνδ.· πᾶν τὸ προσέρπον, οτιδήποτε πλησιάζει, σε Αισχύλ.· τὸ προσέρπον, αυτό που έρχεται, το επερχόμενο γεγονός, σε Σοφ.· αἱ προσέρπουσαι τύχαι, σε Αισχύλ. 2. έρχομαι προς ή σε, με αιτ. προσ., σε Πίνδ.· με δοτ. προσ., σοὶ προσέρπον τοῦτ' ἐγὼ τὸ φάρμακον ὁρῶ, λέγεται για τιμωρία, σε Σοφ.
-
προσέρρηξα, αόρ. του προσρήσσω.
-
προσ-ερυγγάνω, αόρ. βʹ -ήρῠγον, = προσερεύγομαι, σε Θεόφρ.
-
προσ-έρχομαι, παρατ. -ηρχόμην, μέλ. -ελεύσομαι (αλλά Αττ. παρατ. και μέλ., προσῄειν, πρόσειμι)· αόρ. βʹ -ήλυθον, -ῆλθον, παρακ. ἐλήλυθα· αποθ., I. 1. έρχομαι ή πηγαίνω σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· προσέρχομαι Σωκράτει, τον επισκέπτομαι ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· συχνά επίσης με πρόθ., ἐπί, εἰς, πρός· και με επιρρ. δεῦρο, πέλας· απόλ., πλησιάζω, έρχομαι κοντά, είμαι κοντά, είμαι πρόχειρος, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. με εχθρική σημασία, προσέρχομαι πρός τινα, σε Ξεν. 3. εισέρχομαι, παραδίδομαι, συνθηκολογώ, σε Θουκ. 4. έρχομαι μπροστά για να μιλήσω, προσέρχομαι τῷ δήμῳ, σε Δημ.· πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν. 5. σχετίζομαι με κάποιον, πρός τινα, σε Δημ. II. εισέρχομαι ως έσοδο, υπάρχω ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
προσ-ερωτάω, μέλ. -ήσω, 1. ρωτώ επιπλέον, τινά, σε Πλάτ., Ξεν. 2. με αιτ. πράγμ., ζητώ επιπλέον, σε Αριστ.
-
προσ-εσπέριος, -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τη δύση, δυτικός, σε Πολύβ.