Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4221 - 4240]
προ-νηστεύω, μέλ. -σω, νηστεύω εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.
προ-νῑκάω, μέλ. -ήσω, κερδίζω τη μάχη από πριν, σε Θουκ.
προ-νοέω, μέλ. -ήσω,
Α. I.
αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ., Αριστ.· προνοῶν ὅτι..., προβλέποντας ότι..., σε Ξεν. II. 1. σκέφτομαι ή σχεδιάζω κάτι εκ των προτέρων, προνοώ, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι προνοητικός, λαμβάνω μέτρα προστασίας, προφύλαξης, σε Ευρ., Θουκ.· προνοέω ὅτι..., προνοώ, φροντίζω να..., σε Θουκ.· ὅπως..., σε Ξεν. κ.λπ. 2. με γεν., προνοώ για, φροντίζω εκ των προτέρων για, στον ίδ.Β. με την ίδια σημασία, αποθ. προ-νοοῦμαι· μέλ. -ήσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ προὐνοησάμην και Παθ. προὐνοήθην· παρακ. προνενόημαι· Ενεργ., 1. προνοώ, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ευρ. 2. με γεν., φροντίζω εκ των προτέρων για, σε Θουκ. κ.λπ.
προνοητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να φροντίσει, σε Ξεν.
προνοητικός, , -όν, I. προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει πρόνοια ή προμελέτη, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
πρόνοια, Ιων. -οίη, (πρόνοος),· I. προφητεία, πρόγνωση, σε Αισχύλ., Σοφ. II. 1. πρόβλεψη, πρόνοια, προεκτίμηση, σε Σοφ.· ἐκ προνοίας, με πρόβλεψη, με σκοπιμότητα, Λατ. consulto, σε Ηρόδ.· ἀπὸ προνοίας τίνων, με τις προφυλάξεις τους, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν με σχέδιο ή με εχθρική πρόθεση, ἐκ προνοίας τραύματα, σε Αισχίν.· τὰ ἐκ προνοίας, αντίθ. προς τα ἀκούσια, σε Αριστ.· πρόνοιαν ἔχεινἴσχειν) τινός, λαμβάνει πρόνοια για..., δείχνει φροντίδα για..., σε Ευρ. κ.λπ.· περί τινος, σε Σοφ.· με απαρ., πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν, σε Ευρ. 2. η πρόνοια του Θεού, σε Ηρόδ., Αττ.
προνομαία, , = προνομή II, σε Πλούτ.· λέγεται για προβοσκίδα μύγας, σε Λουκ.
προνομεύω, μέλ. -σω, βγαίνω εξω για λεηλασία, πλιάτσικο, σε Πολύβ.
προνομή, (προνέμω), I. λεηλασία, εκστρατεία για αρπαγή, εισβολή για αρπαγή τροφίμων, σε Ξεν.· στον πληθ., οι ομάδες λεηλασίας, στον ίδ. II. η προβοσκίδα ελέφαντα, σε Πολύβ. III. = το επόμ., σε Λουκ.
προ-νομία, (νόμος), δικαίωμα, προνόμιο, σε Στράβ., Λουκ.
προνόμιον, τό (προνέμω), χρηματική προκαταβολή, σε Λουκ.
πρό-νοος, -ον, συνηρ. -νους, -ους, = προμηθής, προσεκτικός, σε Ηρόδ.· συγκρ. προνούστερος, σε Σοφ.
προ-νωπής, -ές (πρό, ὤψ, με το ν να παρεμβάλλεται), 1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός, αυτός που έχει το κεφάλι γερμένο, Λατ. pronus, στείχει προνωπής, λέγεται για κάποιον σε βαθιά κατάθλιψη, σε Ευρ.· προνωπής ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως, προνωπὴς λαβεῖν, την κράτησε καθώς έπεφτε λιπόθυμη προς τα εμπρός, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., κυρτός, επιρρεπής, έτοιμος, πρόχειρος, προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν, σε Ευρ.
προνώπια, τά, I. μπροστινό μέρος σπιτιού (πρβλ. ἐνώπια), σε Ευρ.· μεταφ. σε ενικ., χώρας Πελοπίας προνώπια, λέγεται για την Τροιζήνα, τα εξώτατα προπύλαια της Πελοποννήσου, στον ίδ. II. ως επίθ., μπροστινός, αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πόρτα, στον ίδ.
πρόξ, , γεν. προκός, είδος ζαρκαδιού ή ελαφιού, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. προκάς.
πρόξεινος, , Ιων. αντί πρόξενος.
προξενέω, μέλ. -ήσω, παρατ. προὐξένουν, μέλ. -ήσω, παρακ. προὐξένηκα, I. είμαι πρόξενος κάποιου, διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν, επειδή είναι δικός σου πρόξενος, σε Ξεν.· προξενέω τῶν πρέσβεων, ενεργώ ως πρόξενος, λέγεται για τους απεσταλμένους ή τους αντιπροσώπους φιλικής πόλης, σε Δημ.· γενικά, είμαι προστάτης κάποιου, ευεργέτης, σε Ευρ. II. λέγεται για καθήκοντα πρόξενου, (πρόξενος, σημ. II)· 1. πράττω ή εκτελώ κάτι εκ μέρους άλλου, στον ίδ.· προξενέω θράσος, προσδίδω τόλμη, θάρρος, σε Σοφ.· προξενέω τιμήν τινι, παρέχω τιμή σε αυτόν, σε Πλούτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, προξενέω κίνδυνόν τινι, επιφέρω κίνδυνο πάνω σε κάποιον, σε Ξεν.· επίσης, με δοτ. και απαρ., προξενέω τινὶ ὁρᾶν, είμαι το μέσο της όρασής του, σε Σοφ.· προξενέω τινὶ καταλῦσαι βίον, κάνω τη χάρη σε κάποιον να πεθάνει, σε Ξεν.· επίσης, προξενέω τινί, είμαι οδηγός κάποιου, σε Σοφ. 2. προτείνω ή συνιστώ σε κάποιον, σε Πλάτ., Δημ.
προξενία, (πρόξενος), 1. προξενία, δηλ. συμφωνία ανάμεσα στην πόλη και σε κάποιον ξένο, Λατ. hospitium, σε Θουκ. κ.λπ.· προξενίᾳ πέποιθα, εμπιστεύομαι τη φιλία του δήμου, σε Πίνδ.· τίναπροξενίαν ἐξευρήσεις; τί προστάτη θα βρεις; σε Ευρ. 2. δικαιώματα ή προνόμια προξένου (πρόξενος), σε Δημ.
πρό-ξενος, Ιων. πρό-ξεινος, , I. δημόσιος ξένος, δημόσιος επισκέπτης ή φίλος με απόφαση της πολιτείας, όπως ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας στους Αθηναίους (Αλέξανδρος Αʹ), σε Ηρόδ.· η λέξη δήλωνε την ίδια σχέση μεταξύ πολιτείας και ατόμου από άλλη πόλη, όπως η λέξη ξένος, αλλά μεταξύ ατόμων από διαφορετικές πόλεις· ο πρόξενος απολάμβανε τα προνόμιά του με τον όρο να περιποιείται και να βοηθά τους πρέσβεις και τους πολίτες της πολιτείας που αυτός εκπροσωπούσε, έτσι ώστε οι πρόξενοι αντιστοιχούσαν στους σημερινούς προξένους, πράκτορες, υπουργούς, αρμοστές, παρόλο που ο πρόξενος ήταν πάντα μέλος ξένης πολιτείας· II. γενικά, προστάτης, ευεργέτης, σε Αισχύλ.· ως θηλ., προστάτιδα, σε Σοφ.
προ-οδεύω, μέλ. -σω, ταξιδεύω από πριν, σε Λουκ.