Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [4201 - 4220]
προ-μηνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], ανακοινώνω εκ των προτέρων, τινί τι, σε Σοφ.· δείχνω εκ των προτέρων, τι, σε Πλούτ.
προ-μήτωρ, Δωρ. -μάτωρ[ᾱ], -ορος, , η πρώτη μητέρα ενός γένους, όπως προπάτωρ, σε Αισχύλ., Ευρ.
προ-μηχᾰνάομαι, αποθ., επινοώ εκ των προτέρων, σε Λουκ.
προ-μίγνῡμι, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ. Ιλ.
προ-μισθόομαι, Παθ., ενοικιάζομαι από πριν, σε Πλούτ.
προ-μνάομαι, αποθ., I. 1. ζητώ σε γάμο, ερωτοτροπώ για λογαριασμό κάποιου, ἡ προμνησαμένη = προμνήστρια, σε Ξεν. 2. γενικά, ζητώ, στον ίδ., σε Πλούτ. II. προμνᾶταί τί μοι γνώμα, το μυαλό μου προβλέπει κάτι, σε Σοφ.
προ-μνηστεύομαι = προμνάομαι, σε Λουκ.
προ-μνηστῖνοι, -αι, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το μένω, προμενετῖνοι, ο καθένας περιμένει τον προηγούμενο).
προμνήστρια, (προμνάομαι), γυναίκα που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, προξενήτρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν προμνήστρια, αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.
πρό-μοιρος, -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
προμολεῖν, απαρ. αορ. βʹ του προβλώσκω.
προμολή, , λέγεται για πρόποδες βουνού, σε Ανθ.· στόμιο ποταμού, στον ίδ.
προμολών, μτχ. αορ. βʹ του προβλώσκω.
πρόμος, (πρό), ο προηγούμενος άνθρωπος, = πρόμαχος, σε Όμηρ.· πρόμος τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη γραμμή, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, αρχηγός, Λατ. primus, princeps, σε Τραγ.· πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
προ-μοχθέω, μέλ. -ήσω, εργάζομαι από πριν, σε Ευρ.
πρό-νᾱος ή πρό-ναιος, , -ον, Ιων. προνήϊος, , -ον, Αττ. πρό-νεως (ναόςI. αυτός που βρίσκεται μπροστά από το ναό, ιδίως λέγεται για θεούς των όποιων οι βωμοί και τα αγάλματα στέκονταν μπροστά στον ναό, όπως της Αθηνάς στους Δελφούς, σε Ηρόδ.· Παλλὰς προναία, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., πρόναος, = πρόδομος, προθάλαμος ναού, μέσω του οποίου κάποιος οδηγούνταν στον κυρίως ναό (ναός) ή στα άδυτα του ναού, σε Ηρόδ.
προ-ναυμαχέω, μέλ. -ήσω, μάχομαι στη θάλασσα υπέρ ή για την υπεράσπιση κάποιου, με γεν., σε Ηρόδ.
προ-νέμω, μέλ. -νεμῶ , I. παραχωρώ, απονέμω εκ των προτέρων, τί τινι, σε Πίνδ.· καθαρὰς χεῖρας προνέμω, παρουσιάζω, έχω ακηλίδωτα χέρια, σε Αισχύλ. II. Μέσ., βαδίζω μπροστά για βοσκή, απ' όπου, κερδίζω έδαφος, βαίνω προς τα εμπρός, λέγεται για πόλεμο κ.λπ.
προ-νεύω, μέλ. -σω, γέρνω ή σκύβω εμπρός, σε Πλάτ.· λέγεται για ιππέα, σε Ξεν.· λέγεται για κωπηλάτες, στον ίδ.
πρόνεως, Αττ. και προνήϊος, Ιων. αντί πρόναος.