Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [421 - 440]
πᾰν-οίκιος, -ον (οἶκος), αυτός που έρχεται ή βρίσκεται με ολόκληρο το σπίτι του, σε Στράβ.
παν-οίμοι, επιφών., ω υπέρτατη δυστυχία!, σε Αισχύλ.
πᾰν-όλβιος, -ον, πάρα πολύ ευτυχισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
πᾰν-ομῑλεῖ (ὅμιλος), επίρρ., με όλο το πλήθος, σε Αισχύλ.
πᾰν-όμμᾰτος, -ον (ὄμμα), αυτός που είναι γεμάτος μάτια, σε Ανθ.
πᾰν-όμοιος, Επικ. -ομοίῑος, -ον, ακριβώς όμοιος, σε Ανθ.
πᾰν-ομφαῖος, (ὀμφή), αυτός που εκπέμπει κάθε θεία φωνή, δημιουργός όλων των μαντικών τεχνών, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
πᾰν-οπλία, Ιων. -ίη, , ολόκληρη η πανοπλία του ὁπλίτου, δηλ. ασπίδα, περικεφαλαία, θώρακας, κνημίδες, ξίφος και δόρυ, ολόκληρη η αμυντική στολή, πανοπλία, σε Θουκ. κ.λπ.· πανοπλίᾳ, Ιων. —ίῃ, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, πανοπλίαν ἔχων στῆναι, σε Αριστοφ.· τὴν πανοπλίαν λαβεῖν, στον ίδ.· μεταφ., ἡ πανοπλία τοῦ θεοῦ, σε Κ.Δ.
πᾰν-οπλίτης[ῑ], -ου, , οπλίτης πλήρως θωρακισμένος με πανοπλία, σε Τυρτ.
πάν-οπλος[ᾰ], -ον (ὅπλον), άνθρωπος με πλήρη οπλισμό, πάνοπλος, σε Αισχύλ., Ευρ.· πάνοπλα ἀμφιβλήματα, σε Ευρ.
πᾰν-όπτης, -ου, (ὄψομαι), αυτός που βλέπει τα πάντα, λέγεται για τον ήλιο, σε Αισχύλ.· λέγεται για το βοσκό Άργο, σε Ευρ.
πάν-ορμος, -ον· I. αυτός που είναι καθόλα κατάλληλος για προσάραξη ή αποβίβαση, σε Ομήρ. Οδ. II.Πάνορμος, , αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, -ιδος, , η γεωγραφική περιοχή του, σε Πολύβ.
πᾱνός, , δάδα, = φανός, σε Αισχύλ.
πᾰνουργέω, μέλ. -ήσω, παρακ. πεπανούργηκα· φέρομαι ως πανούργος ή απατεώνας, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἃ πανουργεῖς, οι απατεωνιές που κάνεις, σε Αριστοφ.· ὅσια πανουργήσασα (οξύμωρο), έχω διαπράξει ένα ιερό έγκλημα, σε Σοφ.
πᾰνούργημα, -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.
πᾰνουργία, , πανουργία, δόλος, απάτη, Λατ. malitia, σε Αισχύλ., Σοφ.· σε πληθ., δόλοι, απάτες, σε Σοφ. κ.λπ.
πᾰνουργ-ιππαρχίδας, -ου, , ο πανούργος Ιππαρχίδης, σε Αριστοφ.
πᾰν-οῦργος, -ον (*ἔργωI. 1. αυτός που είναι έτοιμος να κάνει κάτι κακό, πανούργος, απατεώνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ως ουσ., δόλιος, πανούργος, απατεώνας, σε Ευρ., Αριστοφ.· τὰ πανοῦργα, πανούργοι στο είδος, σε Σοφ.· αλλά επίσης = πανουργία, στον ίδ.· συγκρ. -ότερος, υπερθ. -ότατος, σε Αριστοφ. 2. επίρρ. -γως, υπερθ. -ότατα, στον ίδ. II. με λιγότερο αρνητική σημασία, πονηρός, επιτήδειος, ευφυής, έξυπνος, σε Πλάτ. κ.λπ.
πᾰν-όψιος, -ον (ὄψις), αυτός που είναι ορατός απ' όλους, που βρίσκεται στο οπτικό πεδίο όλων, σε Ομήρ. Ιλ.
παν-σᾰγία, (σάγη), = πανοπλία, δοτ. πανσαγίᾳ, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ.