Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [41 - 60]
-
παγ-χρύσεος[ῡ], -ον, όλος χρυσός, ολόκληρος φτιαγμένος από συμπαγή χρυσό, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
-
πάγ-χρῡσος, -ον, = το προηγ., σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ.
-
πάγχῠ, επίρρ. (πᾶς, πᾶν), = πάνυ, εντελώς, ολοκληρωτικά, παντελώς, πλήρως, σε Όμηρ., Πίνδ.· πάγχυ δοκέειν ή ἐλπίζειν, σκέφτομαι ή ελπίζω πάρα πολύ, σε Ηρόδ.
-
πᾱδάω, Δωρ. αντί πηδάω.
-
πάθε, Επικ. αντί ἔπᾰθε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του πάσχω.
-
πᾰθεῖν, Επικ. παθέειν, απαρ. αορ. βʹ του πάσχω.
-
πάθη[ᾰ], ἡ, 1. παθητική κατάσταση, σε Πλάτ.· τὰς ἐκεῖ πάθας, αυτό που έγινε εκεί, σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθη, όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ. 2. = πάθημα, σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότητα, σε Ηρόδ.
-
πάθημα[ᾰ], -ατος, τό (παθεῖν)· I. οτιδήποτε παθαίνει κάποιος, πάθημα, ατύχημα, δυστύχημα, σε Σοφ., Θουκ.· κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Αττ.· παροιμ., τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε, τα παθήματα έγιναν μαθήματά μου, σε Ηρόδ. II. παθητικό συναίσθημα ή κατάσταση, σε Ξεν., Πλάτ. III. στον πληθ., γεγονότα, περιπέτειες, σε Πλάτ.
-
πάθῃσθα, Επικ. αντί πάθῃς, βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του πάσχω.
-
πᾰθητικός, -ή, -όν (παθεῖν)· 1. επιδεκτικός στο συναίσθημα, ικανός να νιώσει κάτι, με γεν., σε Αριστ. 2. γεμάτος πάθος, παθητικός, στον ίδ.· επίρρ., παθητικῶς λέγειν, σε Αριστ.
-
πᾰθητός, -ή, -όν (παθεῖν)· I. κάποιος που έχει υποφέρει· αυτός που υποκύπτει στο πάθος (γίνεται έρμαιο του πάθους), σε Πλούτ. II. λέγεται για τον Σωτήρα Ιησού Χριστό, αυτός που προορίζεται να υποφέρει, σε Κ.Δ.
-
πάθος[ᾰ], -εος, τό (παθεῖν)· I. 1. οτιδήποτε συμβαίνει σε κάποιον, περιστατικό, ατύχημα, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. ό,τι έχει πάθει κάποιος, η εμπειρία κάποιου, σε Αισχύλ.· στον πληθ., σε Πλάτ.· συνήθως με αρνητική σημασία, πάθημα, δυστύχημα, συμφορά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἀνήκεστον πάθος ἔρδειν, διαπράττω ανεπανόρθωτο σφάλμα, σε Ηρόδ. II. λέγεται για την ψυχή, πάθος, συναίσθημα, όπως είναι η αγάπη, το μίσος κ.λπ., σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. III. οποιαδήποτε παθητική κατάσταση, συνθήκη, σε Πλάτ.· στον πληθ., γεγονότα ή αλλαγές στις οποίες υπόκεινται τα πράγματα, τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν πάθη, στον ίδ. κ.λπ. IV.παθητικός τρόπος έκφρασης, συγκινησιακός, περιπαθής τρόπος, πάθος, σε Αριστ.
-
πάθω[ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του πάσχω· — παθών, μτχ.
-
παῖ, κλητ. του παῖς.
-
Παιάν, -ᾶνος, ὁ, Επικ. Παιήων, -ονος, Αττ. Παιών, -ῶνος· I. 1. ο Παιάνας ή Παιών, ο γιατρός των θεών, σε Ομήρ. Ιλ.· Παιήονος γενέθλη, οι γιοι του Παιάνα, δηλ. οι γιατροί, σε Ομήρ. Οδ. 2. μετά τον Όμηρο το όνομα και η ιδιότητα μεταφέρθηκαν στον Απόλλωνα, τον οποίον επικαλούνταν με την κραυγή ἰήιε Παιάν, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἰὼ Παιάν, σε Σοφ. 3. ως προσηγορικό, γιατρός, θεραπευτής, σε Αισχύλ., Σοφ.· έπειτα, λυτρωτής, σωτήρας, σε Ευρ. II. 1.παιάν, Επικ. παιήων, παιάνας, δηλ. χορικό άσμα, ύμνος ή ψαλμός, απευθυνόμενος στον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. 2. άσμα θριάμβου μετά τη νίκη, κυρίως προς τον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εμβατήριο, σε Αισχύλ., Ξεν.· η φράση ήταν, ἐξάρχειν τὸν παιᾶνα, σε Ξεν.· παιᾶνα ἐξάρχεσθαι, ποιεῖσθαι, στον ίδ. 3. οποιοδήποτε επίσημο άσμα ή μέλος, ιδίως στην αρχή ενός εγχειρήματος ως προοιωνός επιτυχίας, σε Θουκ.· άσμα που τραγουδιέται στα συμπόσια, σε Ξεν. 4. ο Αισχύλ. σε σχήμα οξύμωρο, συνδέει παιὰν Ἐρινύων, παιὰν τοῦ θανόντος· ομοίως, παιὰν στυγνός, λέγεται για θρηνητικό άσμα, σε Ευρ. III. Κρητῶν παιήονες, αυτοί που τραγουδούν τον παιάνα, σε Ομηρ. Ύμν. IV. στην προσωδία, παιών, πόδας που αποτελείται από τρεις βραχείες και μια μακρά συλλαβή, ¯˘˘˘, ˘¯˘˘, ˘˘¯˘, ˘˘˘¯ σε Αριστ.
-
παιᾱνίζω, μέλ. -σω, = παιωνίζω, σε Αισχύλ.
-
παιᾱνισμός, ὁ, = παιωνισμός, σε Στράβ.
-
παῖγμα, τό (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, διασκεδαστική δοκιμασία, σε Ευρ.
-
παιγνία, ἡ, Ιων. -ίη, ἡ (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, παιδιά, σε Ηρόδ.
-
παιγνιήμων, -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.