Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3681 - 3700]
-
πρεπ-ώδης, -ες (εἶδος), ταιριαστός, αρμόζων, κατάλληλος, αρμόδιος, σε Αριστοφ.· με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.
-
πρέσβᾰ, -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του πρέσβυς, σεβαστή, τιμημένη, συνήθως λέγεται για την Ήρα, Ἥρη, πρέσβα θεά, σε Ομήρ. Ιλ.
-
πρεσβεία, ἡ (πρεσβεύω), I. 1. ηλικία, ηλικία του μεγαλύτερου, κατὰ πρεσβείαν, σε Αισχύλ. 2. υπεροχή θέσεως, αξίωμα, σε Πλάτ. II. 1. αποστολή πρέσβεων, σύνολο πρέσβεων χώρας, σε Θουκ., Πλάτ. 2. σώμα πρέσβεων, Πρεσβεία, σε Αριστοφ., Θουκ.· οι πρέσβεις των αρχ. χρόνων ήταν οι μεγάλοι σε ηλικία.
-
πρεσβεῖον, Ιων. -ήϊον, τό (πρέσβυς)· 1. δώρο ως ένδειξη τιμής, τέτοιο όπως αυτά που προσφέρονταν στους μεγαλύτερους, σε Ομήρ. Ιλ. 2. δικαίωμα, προνόμιο της πρεσβευτικής ηλικίας, και γενικά, προνόμιο, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. δικαίωμα των μεγαλύτερων στην ηλικία, μερίδιο πρεσβύτερου σε κληρονομιά, σε Δημ.
-
πρέσβειρα, ἡ, θηλ. του πρέσβυς = πρέσβα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
-
πρέσβευμα, τό, πρεσβεία, σώμα πρέσβεων, σε πληθ., σε Ευρ.
-
πρέσβευσις, ἡ, πρεσβευτική ηλικία, σε Θουκ.
-
πρεσβευτής, -οῦ, ὁ (πρεσβεύω), I. πρέσβης, πρεσβευτής, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. II. πράκτορας ή επίτροπος, σε Δημ.
-
πρεσβεύω (πρέσβυς), μέλ. -σω, παρακ. πεπρέσβευκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐπρεσβευσάμην — Παθ., παρακ. πεπρέσβευμαι, I. κυρίως λέγεται για ηλικία, 1. α) αμτβ., είμαι μεγαλύτερος ή ο μεγαλύτερος, ο πρεσβύτερος, σε Σοφ.· τῶν προτέρων ἐπρέσβευε, ήταν ο πιο μεγάλος σε ηλικία από τα μεγαλύτερα παιδιά του, σε Ηρόδ.· πρεσβεύω ἀπ' αὐτοῦ, είμαι ο μεγαλύτερος γιος του, σε Θουκ. β) λαμβάνω την πρώτη θέση, είμαι ο καλύτερος, ο άριστος, σε Σοφ.· με γεν., έχω τα πρωτεία, έχω προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους, πρεσβεύω τῶνπολλῶν, σε Πλάτ.· κυβερνώ, Ὀλύμπου πρεσβεύω, σε Σοφ. 2. αμτβ., είμαι ο πρεσβύτερος ή ο πρώτος, απονέμω τα πρωτεία, απονέμω τιμή ή λατρεία σε, σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., τίθεμαι στην πρώτη θέση, κατέχω την πρώτη θέση, Λατ. antiquior sum, σε Αισχύλ.· με γεν., πρεσβεύεται κακῶν, είναι αξιοσημείωτος, κυρίως για τα σφάλματά του, στον ίδ. II. 1. είμαι πρεσβευτής ή στέλνομαι ως πρεσβευτής, υπηρετώ ή διαπραγματεύομαι ως ένας από το σώμα αυτών, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· βλ. πρεσβεία, 2. με αιτ., πρεσβεύω τὴν εἰρήνην, διαπραγματεύομαι την ειρήνη, σε Δημ.· ομοίως, πρεσβεύω ὑπὲρ τουτωνί, στον ίδ. 3. Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις, σε Θουκ.· επίσης πηγαίνω ως πρεσβευτής, στον ίδ. 4. Παθ., τὰ ἑαυτῷ πεπρεσβευμένα, οι διαπραγματεύσεις του, σε Δημ.
-
πρεσβήιον, Ιων. αντί πρεσβεῖον.
-
πρεσβηΐς, -ΐδος, ἡ, = πρέσβα, πρεσβηῒς τιμή, ανώτερη, υψηλότερη ή η πιο παλιά τιμή, σε Ομηρ. Ύμν.
-
πρέσβις, ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
-
πρέσβιστος, -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρέσβυς, ο μεγαλύτερος, ο πιο σεβαστός, ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.
-
πρέσβος, τό (πρεσβύς), αντικείμενο τιμής, σε Αισχύλ.· πρέσβος Ἀργείων, η σεβάσμια συνέλευση των Αργείων, στον ίδ.
-
πρεσβῠγένεια, προτεραιότητα στη γέννηση, σε Ηρόδ.
-
πρεσβῠ-γενής, -ές (γίγνομαι), I. ο μεγαλύτερος στη γέννηση, αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. οἱ πρεσβυγενεῖς, οι γέροντες, σε Πλούτ.
-
πρέσβυς, -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, I. 1. μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, Λατ. senex (στον πεζό λόγο ο τύπος είναι πρεσβύτης), σε Σοφ., Ευρ.· ο πρέσβυς χρησιμ. περισσότερο όπως το πρεσβύτερος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. πρέσβεις, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη σημασία του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. πρέσβηες, σε Ησίοδ. 2. ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. πρεσβύτερος, -α, -ον, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· ἐνιαυτῷ, κατά ένα έτος, σε Αριστοφ.· βουλαὶ πρεσβύτεραι, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. πρεσβύτατος, -η, -ον, ο πιο μεγάλος, ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, πρεσβύτερόν τι (ή οὐδὲν) ἔχειν, Λατ. aliquid (ή nihil) antiquius habere, θεωρώ κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, σε Ηρόδ.· πρεσβύτατον κρίνειν τι, σε Θουκ.· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, πιο υψηλά από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, απλώς λέγεται για μέγεθος, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, το ένα κακό πιο φοβερό από το άλλο, σε Σοφ. II. όπως πρεσβευτής, εκπρόσωπος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. πρέσβεις, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το πρεσβευταί, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. III. άρχοντας, πρόεδρος· συγκρ. πρεσβύτερος, πρεσβύτερος, μέλος του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Κ.Δ. κ.λπ.· πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ιερέας, στο ίδ.
-
πρεσβῠτέριον ή -εῖον, τό, συμβούλιο πρεσβύτερων, σε Κ.Δ.
-
πρεσβύτης[ῡ], -ου, ὁ, = πρέσβυς I, σε Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. πρεσβύτις, -ιδος, ηλικιωμένη γυναίκα, στον ίδ.
-
πρεσβῡτικός, -ή, -όν,· 1. αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. senilis, ὄχλος, σε Αριστοφ.· κακὰ πρεσβυτικά, τα κακά της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ. 2. απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.