Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3621 - 3640]
πουλῠ-βότειρα, , Ιων. αντί πολυ-βότειρα.
πουλύπους, , βλ. πολύπους.
πουλύς, πουλύ, Επικ. αντί πολύς, πολύ.
πούς, , ποδός, ποδί, πόδα· δοτ. πληθ. ποσί, Επικ. ποσσί, πόδεσσι· γεν. και δοτ. δυϊκ. ποδοῖν, Επικ. ποδοῖιν· I. 1. πόδι, Λατ. pes, pedis, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε πληθ., επίσης, νύχια πουλιών, σε Ομήρ. Οδ.· πλοκάμια χταποδιού, σε Ησίοδ.· ξύλινος πούς, λέγεται για τεχνητό πόδι, σε Ηρόδ.· λέγεται για αθλητικούς αγώνες, περιγιγνόμεθ' ἄλλων πόδεσσιν, είμαστε καλύτεροι από τους άλλους στο τρέξιμο, σε Ομήρ. Οδ.· ποσὶν ἐρίζειν, αγωνίζομαι με τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ποσὶ νικᾶν, ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο, σε Όμηρ.· η δοτ. ποσί προστίθεται σε όλες τις κατηγορίες ρημάτων κίνησης, ποσὶ βῆναι, δραμεῖν, ὀρχεῖσθαι κ.λπ.· αντί, πόδα βαίνειν, βλ. βαίνω Α. II. 3· μεταφ., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα, ξεκίνησε τον δρόμο για την επιστροφή στην πατρίδα του, σε Ευρ. 2. ως ένδειξη μεγάλης εγγύτητας, πρόσθεν ποδός ή ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, ακριβώς πίσω από κάποιον, σε Όμηρ.· πὰρ ποδί, πρόχειρα, σε Πίνδ.· αλλά, παρὰ ή πὰρ ποδός, αυθόρμητα, μια στιγμή, σε Θέογν.· ομοίως, παρὰπόδα, σε μια στιγμή, σε Σοφ.· παρὰ πόδας, σε Πλούτ.· ἐν ποσί, όπως ἐμποδών, πλησίον, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰ πρὸς ποσί, σε Σοφ.· αυτές οι φράσεις είναι αντίθ. προς το ἐκ ποδῶν, έξω από την πορεία, μακριά από, σε Ηρόδ. (πρβλ. ἐκποδών). 3. λέγεται για να δηλώσει στενή παρακολούθηση, κατὰ πόδας, στα ίχνη, Λατ. e vestigio, στον ίδ., Αττ.· με γεν. προσ., κατὰ πόδας τινὸς ἔρχεσθαι, ἰέναι, «πλησιάζω κοντά στις φτέρνες κάποιου», τον ακολουθώ, σε Ηρόδ. 4. α) διάφορες φράσεις: ἐπὶ πόδα, προς τα πίσω, με το πρόσωπο προς τον εχθρό, ἐπὶπόδα ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, υποχωρώ αργά με ησυχία (χωρίς να τραπώ σε φυγή), Λατ. pedetentim, σε Ξεν. β) περὶ πόδα, κυρίως λέγεται για πέδιλο, γύρω από το πόδι, δηλ. αυτό που αρμόζει κατάλληλα, σε Θεόκρ., Λουκ. γ) ὡς ποδῶν ἔχει, με όλη τη δύναμη των ποδιών του, δηλ. όσο πιο γρήγορα μπορεί, σε Ηρόδ. δ) ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν, έχω το πόδι μου έξω από ένα πράγμα, δηλ. είμαι καθαρός από αυτό, ἔξω κομίζου πηλοῦ πόδα, σε Αισχύλ.· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, στον ίδ.· αντίθ. προς το εἰς ἄντλον ἐμβῆσαι πόδα, σε Ευρ. ε) λέγεται για να δηλώσει ενέργεια, ἀμφοῖν ποδοῖν, σε Αριστοφ.· βοηθεῖν ποδὶ καὶ χειρὶ καὶ πάσῃ δυνάμει, σε Αισχίν.· αντί ὀρθῷ ποδί, βλ. ὀρθός II. 5. πούς τινος, περιφρ. αντί του προσ., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, δηλ. σὺν πατρί, σε Ευρ.· παρθένου δέχου πόδα, στον ίδ.· επίσης, ἐξ ἑνὸς ποδός, δηλ. μόνος ὤν, σε Σοφ.· οἱ ἀφ' ἡσύχου πόδες, δηλ. οἱ ἡσύχως ζῶντες, σε Ευρ. II. 1. μεταφ., λέγεται για πράγματα, πόδι ή το τελευταίο μέρος, ιδίως η βάση ενός λόφου, πρόποδες, Λατ. pes montis, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για πλοίο, πόδες ονομάζονται τα δύο κατώτατα άκρα ή γωνίες ή τα σχοινιά που είναι δεμένα σ' αυτές, σε Ομήρ. Οδ.· χαλᾶν πόδα, λασκάρω ή χαλαρώνω το σχοινί, σε Ευρ.· τοῦ ποδὸς παριέναι, αφήνω ελεύθερο το πηδάλιο, σε Αριστοφ.· ἐκπετάσαι πόδα(αναφορ. προς το ιστίο), σε Ευρ.· αντίθ. προς το τείνειν πόδα, τραβώ σφιχτά, σε Σοφ.· ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί, πλοίο με το ιστίο τεντωμένο γερά, σε Ευρ. III. πόδι, ως μονάδα μήκους, τέσσερις παλάμες (παλαισταί) ή έξι δάχτυλα, σε Ηρόδ. κ.λπ. IV. ο πόδας της προσωδίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ποῶ, = ποιῶ, ποιέω.
πο-ώδης, Ιων. ποι-ώδης, -ες (πόα, εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, γρασίδι, πρασινωπός, σε Ηρόδ. κ.λπ.
πρᾶγμα, Ιων. πρῆγμα, τό (πράσσω), I. 1. αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, έργο, πράξη, Λατ. facinus, σε Ηρόδ., Αττ.· τῶν πραγμάτων πλέον, περισσότερο από τα πράγματα, σε Ευρ.· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ πρᾶγμα; ποιο είναι το έργο της ζωής σου; σε Πλάτ.· γυναίου πράγματος ποιεῖν, κάνω γυναικείες δουλειές, σε Δημ. II. 1. όπως Λατ. res, πράγμα, υπόθεση, εργασία, σε Ηρόδ., Αττ.· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις εἶναι οὐδὲν πρᾶγμα, δεν είχαν τίποτα κοινό, σε Ηρόδ. 2. οτιδήποτε απαραίτητο ή συμφέρον, πρῆγμά ἐστι, με απαρ., είναι απαραίτητο, συμφέρον να γίνει, είναι καθήκον μου ή υποχρέωσή μου να κάνω, όπως Λατ. opus est, σε Ηρόδ. 3. πράγμα που έχει σημασία ή σπουδαιότητα, πρᾶγμα ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπο, ἦν μέγιστον πρᾶγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, απολάμβανε μεγάλες τιμές από τον βασιλιά, στον ίδ.· ἄμαχον πρᾶγμα, λέγεται για γυναίκα, σε Ξεν.· ἀσταθμητότατον πρᾶγμα ὁ δῆμος, σε Δημ. 4. λέγεται για μάχη, όπως λέμε πράξη, δράση, ενασχόληση, σε Ξεν. 5. ευφημ., λέγεται για κάτι κακό ή αισχρό, πράγμα, ασχολία, σε Θουκ.· Εὐρυβάτου πρᾶγμα, οὐ πόλεως ἔργον, η δουλειά του, σε Δημ. III. στον πληθ. πράγματα, 1. περιστάσεις, υποθέσεις, σε Ηρόδ., Αττ.· τοῖς πράγμασιν τέθνηκα τοῖς δ' ἔργοισι δ' οὔ, από τις περιστάσεις, όχι από τα έργα, σε Ευρ.· ἀπηλλάχθαι πραγμάτων, είμαι απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της ζωής, σε Πλάτ.· ἀποτυγχάνειν τῶν πραγμάτων, αστοχώ στην επιτυχία, σε Ξεν. 2. οι υποθέσεις της πόλης, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ πολιτικὰ πράγματα, σε Πλάτ.· επίσης, τὰ Περσικὰ πράγματα, η περσική δύναμη, σε Ηρόδ.· ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, σε Θουκ.· καταλαμβάνειν τὰ πράγματα, καταλαμβάνω τη διακυβέρνηση, Λατ. rerum potiri, στον ίδ.· ἔχειν, κατέχειν τὰ πράγματα, στον ίδ.· οἱ ἐν τοῖς πράγμασι, όπως οἱ ἐν τέλει, αυτοί που είναι στην εξουσία ή τελούν σε αξίωμα, άρχοντες, στον ίδ.· οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντες, οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων, σε Δημ.· νεώτερα πράγματα, καινοτομίες, Λατ. res novae, σε Οράτ. 3. ιδιωτικές υποθέσεις ή περιστάσεις του ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αττ. 4. με αρνητική σημασία, ενοχλητική εργασία, ενόχληση, δυσφορία, σε Αριστοφ.· πράγματα ἔχειν, με μτχ., έχω ενοχλήσεις ως προς κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ.· πράγματα παρέχειν τινί, προκαλώ σε κάποιον ενόχληση, στον ίδ.· με απαρ., προκαλώ κάποιον να κάνει, τον υποκινώ να ενεργήσει, σε Πλάτ.
πραγμᾰτεία, I. προσεκτική εκπόνηση, διεκπεραίωση μιας ασχολίας, επιμελής ενασχόληση, επίπονη εργασία, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ. II. ενασχόληση, επιχείρηση, σε Πλάτ., Αισχίν.· στον πληθ., υποθέσεις, γενικά, συναλλαγές, σε Πλάτ. κ.λπ. III. διαπραγμάτευση, χειρισμός μιας υπόθεσης, στον ίδ.· πραγματεία, διατριβή, σε Αριστ.· ιστορικό έργο, συστηματική ιστορία, σε Πολύβ., Λουκ.
πραγμᾰτεύομαι (πρᾶγμα), Ιων. πρηγμ-, αόρ. αʹ ἐπραγματευσάμην και ἐπραγματεύθην, παρακ. πεπραγμάτευμαι· αποθ.· I. 1. ασχολούμαι ή φροντίζω κάποιον, καταβάλλω κόπο, σε Ηρόδ., Ξεν., Πλάτ. 2. ασχολούμαι με κάποια εργασία, καταναλώνω τον χρόνο μου σε εργασία, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. με αιτ. πράγμ., καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με μόχθο και κούραση, επιχειρώ, σε Πλάτ.· λέγεται για συγγραφείς, επεξεργάζομαι μια εργασία, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. λέγεται για τους ιστορικούς συγγραφείς, επεξεργάζομαι συστηματικώς, σε Πολύβ.· οἱ πραγματευόμενοι, οι συστηματικοί ιστοριογράφοι, στον ίδ. III. παρακ. πεπραγμάτευμαι, επίσης με Παθ. σημασία, τυγχάνω επίπονης εργασίας και απασχόλησης, σε Πλάτ., Αισχίν.
πραγματευτέος, , -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τύχει διαπραγμάτευσης, ενασχόλησης, σε Αριστ.
πραγμᾰτικός, , -όν (πρᾶγμα), I. 1. κατάλληλος για ασχολία, ενεργητικός, δραστήριος, οἱ πραγματικοί, οι άνθρωποι της δράσης, σε Πολύβ. 2. στους Ρωμαίους συγγραφείς, pragmaticus ήταν ένα είδος πληρεξούσιου δικηγόρου, σε Κικ. II. λέγεται για την ιστορία, συστηματικός, σε Πολύβ.· λέγεται για ομιλία, διαγωγή κ.λπ.· ικανός, φρόνιμος, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
πραγμάτιον, τό, υποκορ. του πράγματος, μηδαμινή υπόθεση, μικρή και ασήμαντη δίκη, σε Αριστοφ.
πραγμᾰτο-δίφης[ῑ], -ου, (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.
πραγμᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), κοπιώδης, ενοχλητικός· επίρρ. -δως, συγκρ. -έστερον, σε Δημ.
πρᾶγος, -εος, τό, 1. ποιητ. αντί πράγματος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ. 2. = πράγματα, πολιτικές υποθέσεις.
πραθέειν, Επικ. αντί πραθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του πέρθω.
πρᾰιτώριον, τό, Λατ. Praetorium, η κατοικία του κυβερνήτη, διοικητήριο, σε Κ.Δ.· στη Ρώμη, Casta Praetoriana, στο ίδ.
πρακτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του πράσσω, I. αυτός που πρέπει να γίνει, σε Πλάτ. κ.λπ. II. πρακτέον, αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος, σε Σοφ., Πλατ.
πρακτήρ, Ιων. πρηκτήρ, -ῆρος, (πράσσω), I. αυτός που ενεργεί, αυτουργός, δράστης, σε Ομήρ. Ιλ. II. έμπορος, Λατ. negotiator, σε Ομήρ. Οδ.
πρακτικός, , -όν (πράσσω), I. 1. κατάλληλος για δράση, κατάλληλος για απασχόληση, εργασιομανής, πρακτικός, σε Ξεν., Πλάτ.· αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί, οι αρχές της δράσης, σε Αριστ. 2. ενεργητικός, δραστήριος, σε Πολύβ.· πρακτικὸς παρά τινος, αυτός που κατορθώνει να λάβει από κάποιον αυτό που ποθεί, σε Ξεν. 3. I. με γεν., ικανός να κατορθώσει κάτι κ.λπ., σε Αριστ. II. λέγεται για πράγματα, δραστικός, ισχυρός, σε Αριστοφ., Πλάτ.