Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3581 - 3600]
ποτί[ῐ], Δωρ. αντί πρός, σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· και ως συνθ. όπως στο ποτινίσσομαι, πρβλ. προτί.
ποτι-βλέπω, Δωρ. αντί προσ-βλέπω.
Ποτῑδᾶς, Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. αντί Ποσειδῶν, απ' όπου το όνομα της Δωρ. πόλης Ποτῑδαία, , (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ. κ.λπ.· Ποτῑδαιάτης, Ιων. -ήτης, , κάτοικος της Ποτίδαιας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ποτῑδαιατικός, , -όν, αυτός που προέρχεται από την Ποτίδαια, σε Θουκ.
ποτῐδέγμενος, Δωρ. μτχ. του προσδέχομαι, επίσης σε Όμηρ.
ποτῐδεῖν, Δωρ. αντί προσιδεῖν.
ποτῐ-δέρκομαι, Δωρ. αντί προσ-δέρκομαι, επίσης σε Όμηρ.
ποτι-δεύομαι, Δωρ. αντί προσ-δέομαι.
ποτι-δόρπιος, -ον, Δωρ. τύπος που χρησιμ. από τον Όμηρ. (ο συνήθης τύπος προσ-δόρπιος δεν χρησιμ.)· αυτός που ανήκει ή είναι χρήσιμος στο δείπνο, ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη, για να του χρησιμεύσει στην προετοιμασία του δείπνου του, σε Ομήρ. Οδ.
ποτίζω, Δωρ. ποτίσδω (πότος), μέλ. -ίσω και -ιῶ, 1. δίνω σε κάποιον να πιει, με διπλή αιτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, έδωσε στα άλογα νέκταρ να πιούν, σε Πλάτ.· ποτήριον ποτίζω τινά, σε Κ.Δ. 2. ποτίζω τη γη, σε Ξεν.· ποτίζω τα ζώα, σε Θεόκρ.
ποτί-θει, Δωρ. αντί πρόσ-θες.
ποτῐ-κλίνω, Δωρ. αντί προσ-κλίνω, σε Ομήρ. Οδ.
ποτικός, , -όν (πότος), αυτός που αγαπά να πίνει, σε Πλούτ.· επίρρ., ποτικῶς ἔχειν, είμαι δοσμένος στο ποτό, ενδίδω σε αυτό, στον ίδ.
ποτί-κρᾱνον, Δωρ. αντί πρόσ-κρᾱνον, προσκέφαλο, σε Θεόκρ.
ποτι-λέγω, ποτι-μάσσω, Δωρ. αντί προσ-.
πότιμος, -ον (πότος), 1. λέγεται για νερό, πόσιμο, φρέσκο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. 2. μεταφ., δροσερός, γλυκός, ευάρεστος, σε Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, πράος, ήσυχος, σε Θεόκρ.
ποτι-μυθέομαι, Δωρ. αντί προσ-μυθέομαι.
ποτι-νίσσομαι, Δωρ. αντί προσ-νίσσομαι, σε Αισχύλ.
ποτι-πίπτω, Δωρ. αντί προσ-πίπτω, σε Αισχύλ.
ποτι-πτήσσω, Δωρ. αντί προσ-πτήσσω (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο, με γεν., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ.
ποτι-πτύσσω, Δωρ. αντί προσ-πτύσσω, σε Ομήρ. Οδ.