Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3421 - 3440]
-
πόνημα, -ατος, τό, έργο που εκτελείται, εργασία, σε Ευρ.· έργο, βιβλίο, σε Ανθ.
-
πονήρευμα, τό, απατηλό τέχνασμα, πονηρό μηχάνευμα, σε πληθ., σε Δημ.
-
πονηρεύομαι, αποθ., είμαι κακός, ενεργώ με πανουργία, φέρομαι ως απατεώνας, σε Αριστ.· οἱ πεπονηρευμένοι, σε Δημ.
-
πονηρία, ἡ (πονηρός), I. κακή κατάσταση ή περίσταση, κακία, μοχθηρία, σε Πλάτ. II. 1. με ηθική σημασία, σαθρότητα, μοχθηρία, πανουργία, σε Δημ. 2. χυδαιότητα, μικροψυχία, σε Ευρ.
-
πονηρο-δῐδάσκαλος, -ον, αυτός που εθίζει στη μοχθηρία, που διδάσκει το κακό, σε Στράβ.
-
πονηρο-κρᾰτέομαι, Παθ., κυβερνώμαι, κυριαρχούμαι από το κακό.
-
πονηροκρᾰτία, ἡ, κυριαρχία του κακού, σε Αριστ.
-
πονηρός, -ά, -όν (πονέω), I. επίπονος, επώδυνος, δυσάρεστος, σε Θέογν., Αριστοφ. II. με αρνητική σημασία, αυτός που βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, ανώφελος, ανίκανος για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., πονηρῶς ἔχειν, σε άθλια κατάσταση, σε Θουκ. III. 1. με ηθική σημασία, κακός, ανάξιος, πανούργος, Λατ. pravus, improbus, σε Αισχύλ., Ευρ.· πονηρὸς κἀκ πονηρῶν, απατεώνας, κακός και γιος των κακών, σε Αριστοφ.· πόνῳ πονηρός, πονηρός με μόχθο και κούραση, με μελέτη, στον ίδ.· ὁ πονηρός, ο Σατανάς, σε Κ.Δ. 2. άθλιος, ποταπός, σε Σοφ.· πονηρὰ χρώματα, χρώματα που παίρνει ο δειλός, σε Ξεν.
-
πονηρό-φῐλος, -ον, αυτός που αγαπά τους πονηρούς, σε Αριστ.
-
πονητέον, ρημ. επίθ. του πονέω, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να μοχθήσει, σε Πλάτ.
-
πόνος, ὁ (πένομαι), I. 1. εργασία, ιδίως, κοπιαστική εργασία, Λατ. labor, σε Όμηρ.· συνήθως λέγεται για πόλεμο, μάχης πόνος, ο κόπος της μάχης, και πόνος (μόνος του), = μάχη, πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ Μηδικὸς πόλεμος, ο πόλεμος με τους Μήδους, σε Ηρόδ.· οἱ Τρωικοὶ πόνοι, στον ίδ. 2. γενικά, κόπος, μόχθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. λέγεται για σωματικές ασκήσεις, εξάσκηση, σε Ευρ., Ξεν.· ἐνάλιος πόνος, δηλ. αλιεία, σε Πίνδ. 4. έργο, εργασία, ασχολία, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγεν, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 5. εργαλείο για χειρωνακτική εργασία, απόθεμα για εμπόριο, σε Θεόκρ.· πόνος ἐστὶ θάλασσα, η θάλασσα είναι το εργαστήριό τους, σε Μόσχ. II. οι συνέπειες του κόπου, δυστυχία, στενοχώρια, πόνος, άλγος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. III. οτιδήποτε παράγεται με εργασία, έργο, τρητὸς μελισσᾶν πόνος, λέγεται για μέλι, σε Πίνδ.· τοὺς ἡμετέρους πόνους, καρποί των κόπων μας, σε Ξεν. IV.Πόνος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος της Έριδας, σε Ησίοδ.
-
ποντιάς, -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του πόντιος, σε Πίνδ., Ευρ.
-
ποντίζω (πόντος), μέλ. -σω, βυθίζω στη θάλασσα, καταποντίζω, σε Αισχύλ.
-
ποντικός, -ή, -όν, αυτός που κατάγεται από τον Πόντο, Ποντικός, ποντικὸν δένδρεον, πιθ. η κουφοξυλιά, σε Ηρόδ.
-
πόντιος, -α, -ον (πόντος), 1. αυτός που ανήκει στον Πόντο, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· πόντια δάκη, θαλάσσια τέρατα, σε Αισχύλ.· πόντια κύματα, στον ίδ.· ᾅδης πόντιος, δηλ. θάνατος με πνιγμό, στον ίδ. 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, λέγεται για τόπους, σε Πίνδ., Αισχύλ. 3. αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Πίνδ.· λέγεται για πλοία, σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. λέγεται για πρόσωπα, δέχεσθαι ποντίους, που προέρχεται από τη θάλασσα, σε Ευρ.· ἀφιέναι πόντιον, μέσα στη θάλασσα, στον ίδ. 5. αυτός που έρχεται μέσω της θάλασσας, ή από χώρες πέραν της θάλασσας, λέγεται για το σίδηρο, σε Αισχύλ.
-
πόντισμα, -ατος, τό (ποντίζω), αυτό που ρίχνεται στη θάλασσα, ιδίως ως θυσία, σε Ευρ.
-
ποντόθεν, επίρρ., από ή έξω από τη θάλασσα (πέραν αυτής), σε Ομήρ. Ιλ.
-
ποντο-θήρης, -ου, ὁ, αυτός που ψαρεύει στη θάλασσα, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
-
ποντο-μέδων, -οντος, ὁ, ο άρχοντας της θάλασσας, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
-
πόντονδε, επίρρ., μέσα στη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.