Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3261 - 3280]
Πολυπημονίδης, -ου, , ο γιος του Πολυπήμονα, αναφορικά προς το επίθ. πολυπήμων, σε Ομήρ. Οδ.
πολῠ-πήμων, -ον (πῆμα), αυτός που προκαλεί πολλαπλή δυστυχία, επιβλαβής, σε Ομηρ. Ύμν.· πολυπήμονες νόσοι, ασθένειες, σε Πίνδ.
πολύ-πηνος, -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.
πολυ-πίδᾰκος[ῐ], -ον, = το επόμ., σε Ομηρ. Ύμν.
πολῠ-πῖδαξ, -ᾰκος, , , αυτός που έχει πολλές πηγές, πολλούς πίδακες, σε Ομήρ. Ιλ., λέγεται για το όρος Ίδη.
πολύ-πικρος, -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
πολῠ-πῐνής, -ές (πίνος), πολύ βρώμικος, σε Ευρ.
πολύ-πλαγκτος, -ον (πλάζω), I. αυτός που περιπλανιέται πολύ, που έχει περιπλανηθεί παντού και για πολύ καιρό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ. II. Ενεργ., αυτός που οδηγεί μακριά ή έξω από τον σωστό δρόμο, αυτός που κατευθύνει μακριά από την πορεία κάποιου, ἄνεμος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. Αντιγ. 615· πολύπλαγκτος ἐλπίς, μπορεί να σημαίνει είτε περιπλάνηση, αβέβαιη ελπίδα είτε αποπροσανατολισμός, παραστράτημα, παραπλάνηση· πρβλ. πολυπλανής II.
πολυ-πλᾰνής, -ές (πλανάομαι), I. αυτός που περιπλανιέται μακριά από το σπίτι του ή για πολύ καιρό, σε Ευρ.· πολυπλανὴς κισσός, ο κισσός που απλώνει παντού τα φύλλα του, σε Ανθ. II. αυτός που σφάλλει· ή Ενεργ., αυτός που οδηγεί σε παραστράτημα, στον ίδ.
πολυ-πλάνητος[ᾰ], -ον, I. = πολυπλανής, σε Ηρόδ., Ευρ.· πολυπλάνητοι πόνοι, οι κόποι της περιπλανήσεως, σε Ευρ. II. λέγεται για τα χτυπήματα που δίνονται προς πάσα κατεύθυνση, σε Αισχύλ.
πολύ-πλᾰνος, -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.
πολυ-πλάσιος, , -ον, μεταγεν. αντί πολλα-πλάσιος, σε Ανθ.
πολύπλεθρος, -ον, I. πολλά πλέθρα, στο μέγεθος ή ως προς την κατάληψη μεγάλης έκτασης, σε Ευρ. II. λέγεται για πρόσωπα, πλούσιος σε ιδιοκτησία γης, σε Λουκ.
πολυπλοκία, , πανουργία, πονηριά, σε Θέογν.
πολύ-πλοκος, -ον (πλέκω), 1. πολύ μπερδεμένος, εξαιρετικά συνεστραμμένος, λέγεται για το κουλούριασμα των ερπετών, σε Ευρ.· λέγεται για τον πολύποδα, αυτός που έχει μπλεγμένα και συνεστραμμένα πόδια, σε Θέογν. 2. μεταφ., συνεστραμμένος, περίπλοκος, πολύπλοκος, σε Ευρ., Ξεν., Ανθ.
πολῠ-πόδης, -ου, , ποιητ. πουλυ-, = πολύπους, σε Ανθ.
πολῠ-ποίκῐλος, -ον, ποικιλόχρωμος, σε Ευρ.
πολύ-πονος, -ον, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγωνίζεται πολύ, εξαιρετικά ταλαιπωρημένος, σε Πίνδ., Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, γεμάτος από πόνο και συμφορές, οδυνηρός, επίπονος, σε Τραγ.· επίρρ. -νως.
πολύπος, -ου, , ποιητ. αντί πολύπους.
πολῠ-πότᾰμος, -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα ποτάμια, σε Ευρ.