Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3181 - 3200]
πολύ-κλειτος, , -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.
πολυ-κλήεις, -εσσα, -εν (κλέος), περίφημος, διάσημος, επιφανής, σε Ανθ.
πολυκλήϊς, -ῖδος, (κλείς IV), αυτός που έχει πολλά καθίσματα κωπηλατών, σε δοτ.· νηὶ πολυκλήϊδι, νηυσὶ πολυκλήϊσι, σε Όμηρ.· αιτ. νῆα πολυκλήιδα, σε Ησίοδ.
πολύ-κληρος, -ον, αυτός στον οποίο ανήκει μεγάλο μερίδιο γης, αυτός που έχει μεγάλο κλήρο γης, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
πολύ-κλητος, -ον, αυτός που καλείται από πολλές χώρες, λέγεται για τους συμμάχους των Τρώων, σε Ομήρ. Ιλ.
πολύ-κλυστος, -ον (κλύζω),· I. θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. II. Παθ., αυτός που κατακλύζεται από πολλά κύματα, σε Ησίοδ.
πολύ-κμητος, -ον (κάμνω), I. αυτός που προέρχεται από μεγάλη επεξεργασία, που κατεργάζεται με πολλά εργαλεία, επίθ. που λέγεται για τον σίδηρο, σε αντιδιαστολή με τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· πολύκμητος θάλαμος, σε Ομήρ. Οδ. II. επίπονος, τέχνη, σε Ανθ.
πολύ-κνημος, -ον (κνημός), αυτός που έχει πολλές σειρές βουνών, πολύκορφες οροσειρές, ορεινός, σε Ομήρ. Ιλ.
πολύ-κοινος, -ον, κοινός σε πολλούς ή σε όλους, σε Πίνδ., Σοφ.
πολῠ-κοιρᾰνίη, (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.
πολῠ-κοίρᾰνος, -ον, αυτός που άρχει ευρέως, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
πολῠ-κόλυμβος, -ον (κολυμβάω), αυτός που κολυμπά συχνά, μέλη πολυκόλυμβα, λέγεται για τους βατράχους, σε Αριστοφ.
πολύ-κρᾱνος, -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.
Πολυκράτειος, , -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον Πολυκράτη, σε Αριστ.
πολυ-κρᾰτής, -ές (κράτος), πολύ ισχυρός, σε Αισχύλ.
πολύ-κροτος, -ον και , -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν.
πολύ-κρουνος, -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
πολυ-κτέᾰνος, -ον (κτέανον) = πολυκτήμων, σε Πίνδ.
πολυ-κτήμων, -ον, γεν. -ονος, αυτός που έχει πολλά κτήματα, εξαιρετικά πλούσιος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με γεν., πολυκτήμων βίου, σε Ευρ.
πολύ-κτητος, -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κτήματα, πλούσιος, σε Ευρ.