Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [3001 - 3020]
-
πολιαίνομαι (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.
-
πολιάοχος, -ον, Δωρ. αντί πολιήοχος.
-
πολί-αρχος, ὁ, κυβερνήτης πόλης, σε Πίνδ., Ευρ.
-
Πολιάς, -άδος, ἡ (πόλις), πολιούχος, προστάτης πόλης, επίθ. που χρησιμ. για την Αθηνά στον αρχαιότατο ναό της που βρισκόταν στην Ακρόπολη των Αθηνών· διακρίνεται από το Ἀθηνὰ Παρθένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
-
πολιάτας, ὁ, Δωρ. αντί πολιήτης, αντίθ. προς ξεῖνος, σε Πίνδ.
-
πόλιες, -ίεσσι, Επικ. αντί πόλεις, πόλεσι, ονομ. και δοτ. πληθ. του πόλις.
-
πολίζω, Επικ. αόρ. αʹ πόλισσα, (πόλις)· I. ιδρύω πόλη, χτίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ. II. χωρίον πολίζειν, ιδρύω αποικία σε μια χώρα χτίζοντας πόλη, οικίζω, σε Ξεν.
-
πολιήοχος, -ον, Επικ. αντί πολιοῦχος.
-
πολιήτης, -εω, ὁ, Ιων. αντί πολίτης· I. πολίτης, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.· συμπολίτης, ομοεθνής, σε Ηρόδ. II. ως επίθ., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς, η άμμος στις ακτές της πατρίδας μου, σε Ευρ.
-
πόλινδε, επίρρ., μέσα ή προς την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.
-
πολιό-θριξ, -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα κόμη, σε Στράβ.
-
πολιο-κρότᾰφος, -ον, αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, δηλ. έχουν μόλις αρχίσει να γίνονται γκρίζα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
-
πολῐ-ορκέω, μέλ. -ήσω — Παθ., Μέσ. μέλ. -ήσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπολιορκήθην, παρακ. πεπολιόρκημαι· (πόλις, εἴργω, ἕρκος)· 1. περικυκλώνω την πόλη, αποκλείω, πολιορκώ, περιβάλλω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε κατάσταση πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ. 2. μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.
-
πολιορκητέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., είμαι πολιορκημένος, σε Ξεν.
-
πολιορκητής, -οῦ, ὁ, πορθητής πόλεων, όνομα του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, σε Πλούτ.
-
πολιορκητικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πολιορκία, σε Πολύβ.
-
πολιορκία, Ιων. -ίη, ἡ, 1. πολιορκία, κατάκτηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. μεταφ., πίεση ή ενόχληση, σε Πλούτ.
-
πολιός, -ά, -όν και -ός, -όν, I. 1. γκρίζος, σταχτόχρωμος, ψαρός, λέγεται για τους λύκους, για τον σίδηρο, για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. α) κυρίως λέγεται για τα μαλλιά, γκρίζος ή ψαρομάλλης λόγω ηλικίας, σε Όμηρ.· πολιοί, γκριζομάλληδες άντρες, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., αἱ πολιαί (ενν. τρίχες), σε Πίνδ.· ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, καθώς τα γκρίζα μαλλιά κατέβαιναν (δηλ. από τους κροτάφους στο πηγούνι), σε Αριστοφ.· πολιὸν δάκρυον ἐμβαλών, το δάκρυ ενός γέροντα, σε Ευρ. β) μεταφ., γκριζομάλλης, σεβάσμιος, στον ίδ. II. όπως το λευκός, φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, γαλήνιος, σε Ησίοδ., Ευρ.
-
πολι-οῦχος, -ον, Επικ. -ήοχος, Δωρ. -άοχος (ἔχω), αυτός που προστατεύει την πόλη, σε Ευρ.· κυρίως όπως Πολιεύς, Πολιάς, λέγεται για τη θεότητα που προστατεύει την πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
-
πολιό-χρως, -ωτος, ὁ, ἡ, λευκόχρωμος, λευκός, σε Ευρ.