Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2981 - 3000]
πολεμία, , βλ. πολέμιος III.
πολεμίζω, Επικ. πτολεμίζω, μέλ. -ίξω, ποιητ. τύπος του πολεμέω· I. διεξάγω πόλεμο, κάνω πόλεμο, μάχομαι, τινί με κάποιον, σε Όμηρ.· πολεμίζω ἄντα τινός, ἐναντίβιόν τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σε Μέσ., Πίνδ. II. μάχομαι με, απόλ. ῥηΐτεροι πολεμίζειν, σε Ομήρ. Ιλ.
πολεμικός, , -όν (πόλεμος), I. 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον πόλεμο, σε Θουκ.· ἀσπὶς πολεμικωτάτη, πολύ κατάλληλη για πόλεμο, σε Ξεν. 2. ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του πολέμου, ο ίδιος ο πόλεμος, σε Πλάτ.· τὰ πολεμικά, οι πολεμικές ασκήσεις, σε Θουκ., Ξεν. 3. α) τὸ πολεμικόν, το σημείο για μάχη, σε Ξεν. β) η τάξη των πολεμιστών, αντίθ. προς τους πολίτες, σε Αριστ. II. λέγεται για πρόσωπα, επιδέξιος στον πόλεμο, άξιος στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ. III. όμοιος προς εχθρό, κινούμενος από εχθρικό πνεύμα, σε Ξεν.· επίρρ., πολεμικῶς ἔχειν, είμαι εχθρός, είμαι αντίπαλος, στον ίδ.
πολέμιος, , -ον και -ος, -ον· I. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει στον πόλεμο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ πολέμια, οτιδήποτε ανήκει στον πόλεμο, ο πόλεμος και τα σχετικά με αυτόν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. 1. αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον εχθρό, ο εχθρικός, σε Πίνδ., Τραγ. κ.λπ.· πολέμιός τινι, ο εχθρικός προς κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως ουσ., εχθρός, σε Θουκ.· τὸ πολέμιον, η εχθρότητα, στον ίδ. 2. γενικά, αντίθετος, ενάντιος, σε Ηρόδ., Πλάτ. III. αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον εχθρό, σε Αισχύλ., Θουκ.· πολέμια, τά, τα παράνομα λάφυρα του εχθρού, λαθρεμπορεύματα, σε Αριστοφ.· ἡ πολεμία (ενν. γῆ, χώρα), η χώρα του εχθρού, σε Ξεν. IV.επίρρ. -ίως, με εχθρικό τρόπο, σε Θουκ.
πολεμιστήριος, , -ον και -ος, -ον· I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πολεμιστή, σε Ηρόδ.· βοή, θώραξ πολεμιστήριος, σε Αριστοφ.· πολεμιστήρια ἅρματα, τα άρματα του πολέμου, σε Ηρόδ.· ἐλᾶν τὰ πολεμιστήρια, οδηγώ τα πολεμικά άρματα, στρατιωτικό αγώνισμα, σε Αριστοφ. II. τὰ πολεμιστήρια = τὰ πολεμικά, σε Ξεν.
πολεμιστής, Επικ. πτολ-, -οῦ, (πολεμίζω),· I. πολεμιστής, μαχητής, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ. II. πολεμιστὴς ἵππος, πολεμικό άλογο, πολεμικός ίππος, σε Θεόκρ.
πολεμό-κλονος, -ον, αυτός που εγείρει, προκαλεί, ξεσηκώνει τον θόρυβο του πολέμου, σε Βατραχομ.
πολεμό-κραντος, -ον (κραίνω),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ.
πολεμο-λᾱμ-ᾰχᾱϊκός, , -όν, σύνθετη λέξη από το πόλεμος το Λάμαχος και το Ἀχαϊκός, σε Αριστοφ.
πόλεμόνδε, Επικ. πτόλ- (πόλεμοςεπίρρ., στον πόλεμο, μέσα στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
πολεμοποιέω, μέλ. -ήσω, ξεσηκώνω πόλεμο, σε Ξεν.
πολεμο-ποιός, -όν (ποιέω), αυτός που ξεσηκώνει τον πόλεμο, σε Αριστ.
πόλεμος, Επικ. πτόλεμος, , μάχη, αγώνας, πόλεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πόλεμον αἴρεσθαί τινι, επιβάλλω πόλεμο ενάντια σε άλλον, σε Αισχύλ.· πόλεμον θέσθαι τινί, σε Ευρ.· πόλεμον ἀναιρεῖσθαι, κινεῖν, ἐγείρειν, καθιστάναι, ἐπάγειν, ξεκινώ πόλεμο· πόλεμον ποιεῖσθαι, κάνω πόλεμο· αντίθ. προς τα πόλεμον ἀναπαύειν, καταλύεσθαι, βάζω τέλος σ' αυτόν, κάνω ειρήνη, τον τερματίζω, όλα σε Αττ.
πολεμο-φθόρος, -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει με τον πόλεμο, σε Αισχύλ.
πολεμόω, μέλ. -ώσω (πόλεμος)· καθιστώ εχθρό, αποκτώ εχθρό, τινάΜέσ., πῶς οὐ πολεμώσεσθε αὐτούς; ασφαλώς θα τους κάνεις εχθρούς σου, σε Θουκ.Παθ., είμαι εχθρός, γίνομαι εχθρός, στον ίδ.
πολεύω, όπως το πολέω, μόνο στον ενεστ., I. αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύω, συχνάζω στην πόλη, δηλ. ζω εκεί, σε Ομήρ. Οδ. II. μτβ., σκάβω τη γη με το άροτρο, σε Σοφ.
πολέω (πέλω), όπως το πολεύω, μόνο σε ενεστ.· I. διαμένω, περιφέρομαι, τριγυρίζω, νῆσον Αἴαντος πολεῖ, σε Αισχύλ.· τί σὺ τῇδε πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., οργώνω, σε Ησίοδ.
πόλεων, γεν. πληθ. του πόλις. II. πολέων, Ιων. αντί πολλῶν, γεν. πληθ. του πολύς.
πόληος, πόληϊ, Ιων. αντί πολλοῦ, πολλῷ, γεν. και δοτ. του πολύς· πόληες αντί πολλοί.
πολιά, (πολιός), το γκρίζο χρώμα των μαλλιών, σε Μένανδρ.