Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2941 - 2960]
-
ποιμάν, ὁ, Δωρ. αντί ποιμήν.
-
ποιμᾱνόριον, τό, το κοπάδι· μεταφ., στρατός, σε Αισχύλ.
-
ποιμ-άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ (ποιμαίνω), = ποιμήν II, σε Αισχύλ.
-
ποιμενικός, -ή, -όν (ποιμήν), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), σε Πλάτ.
-
ποιμένιος, -α, -ον, = ποιμενικός, σε Ανθ.
-
ποιμήν, -ένος, ὁ, κλητ. ποιμήν· I. ποιμένας ή βοσκός, σε Όμηρ.· μετά τον Όμηρ., πάντοτε βοσκός, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. II. μεταφ., ποιμένας των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, αρχηγός, ηγέτης, σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
-
ποίμνη, ἡ, 1. κοπάδι, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως λέγεται για τα πρόβατα (πρβλ. ποιμήν), σε Ησίοδ., Ηρόδ.· λέγεται για το κριάρι, σε Ευρ. 2. μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ.
-
ποιμνήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε κοπάδι ή ποίμνιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
-
ποίμνιον, τό, συγκεκ. αντί ποιμένιον = ποίμνη, I. κοπάδι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. II. μεταφ., λέγεται για τους ένθερμους οπαδούς, (τους μαθητές του Ιησού), σε Κ.Δ.
-
ποιμνιο-τρόφος και ποιμνοτρ-, -ου, ὁ, = ποιμήν, σε Ακύλ., Π.Δ.
-
ποιμνίτης[ῑ], -ου, ὁ, = ποιμενικός, ὑμέναιος ποιμνίτης, ποιμενικός γαμήλιος ύμνος, σε Ευρ.
-
ποιναῖος, -α, -ον (ποινή), τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ανθ.
-
ποινάτωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, εκδικητής, τιμωρός, σε Αισχύλ.
-
ποινάω, παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ — Μέσ., εκδικούμαι εναντίον κάποιου, με αιτ., σε Ευρ.
-
ποινή, ἡ, I. 1. χρηματική ικανοποίηση που πληρώνεται από τον φονιά στους συγγενείς του σκοτωμένου για το αίμα που χύθηκε, (στο αρχ. αγγλικό και γερμανικό δίκαιο, η τιμή που ορίζεται ως η αξία ανθρώπου που φονεύτηκε και αποδίδεται από την οικογένεια του φονιά στην οικογένεια του θύματος για να αποφευχθεί ο κύκλος αίματος, ως συνέπεια αντεκδίκησης)· με γεν. προσ., δῶχ' υἷος ποινήν, δίνω λύτρα ή πληρώνω «φόρο αίματος» για τον γιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· γενικά, τα χρήματα για ικανοποίηση, αποζημίωση, τιμωρία, εκδίκηση, ποινή, Λατ. poena, ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων, αναγκάστηκαν να πληρώσουν ποινή για τους συντρόφους του, σε Ομήρ. Οδ.· δυώδεκα κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο, ως εκδίκηση για τον θάνατο του Πάτροκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν ποινήν, ως ανταπόδοση γι' αυτά τα πράγματα, στο ίδ.· ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, για να δώσουν στον Ξέρξη ικανοποίηση για το θάνατο των απεσταλμένων του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., ο πληθ. είναι πιο συχνός· ποινὰς τῖσαι, δοῦναι, τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ποινὰς λαβεῖν, τους επιβάλλονται ποινές, Λατ. sumere poenas, σε Ευρ. 2. με θετική σημασία, αμοιβή, ανταμοιβή για κάτι, τινος, σε Πίνδ. 3. ως αποτέλεσμα χρηματικής ικανοποίησης, απόδοση, εξόφληση, απαλλαγή, στον ίδ. II. προσωποπ., η θεά της εκδίκησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.
-
ποινῆτις, -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
-
ποίνιμος, -ον (ποινή),· 1. εκδικητικός, τιμωρός, σε Σοφ. 2. με θετική σημασία, αυτός που φέρνει επιστροφή ή ανταμοιβή, σε Πίνδ.
-
ποιο-λογέω, μέλ. -ήσω (ποία, λέγω), συλλέγω σιτάρι μέσα σε καρούλι, σε Θεόκρ.
-
ποιο-νόμος, -ον (νέμω), αυτός που τρέφεται με πρασινάδα ή χόρτα, σε Αισχύλ.
-
ποῖος, -α, -ον, Ιων. -κοῖος, -η, -ον, I. 1. ποιας φύσης; τί είδους; Λατ. qualis? χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις· στον Όμηρ. εκφράζει έκπληξη και θυμό, ποῖοντὸν μῦθον ἔειπες, τί λόγος είναι αυτός που είπες! ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων! ποῖον ἔειπες! κ.λπ. 2. ποῖος οὐ; ερωτημ. ισοδύν. του ἕκαστος, στην κατάφαση, σε Ηρόδ., Σοφ. 3. στην Αττ. συχνά με άρθρο, τὸ ποῖον φάρμακον; σε Αισχύλ.· τὰ ποῖα τρύχη; σε Αριστοφ.· τὸ ποῖον; σε Πλάτ. κ.λπ. 4. ποῖός τις; κάνει την ερώτηση λιγότερο συγκεκριμένη, κοῖόν μέ τινα νομίζουσιν εἶναι; σε Ηρόδ.· ποῖ' ἄττα; σε Πλάτ.· τὰ ποῖ' ἄττα; σε Ξεν. 5. ποίᾳ, Ιων. κοίῃ, ως επίρρ. = πῶς· Λατ. quomodo? σε Ηρόδ., Αττ. II. όπως το ὁποῖος, σε πλάγιες ερωτήσεις, διδάξω ποῖα χρὴ λέγειν, σε Αισχύλ. κ.λπ. (τα ποῖος, πόσος πρέπει να αναφέρονται στον αρχικό τύπο *πός, όπως οι συσχ. αναφορ. αντων. οἷος, ὅσος στο ὅς).