Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2801 - 2820]
πλούσιος, , -ον (πλοῦτος),· I. 1. πλούσιος, αυτός που έχει άφθονα αγαθά, εύπορος, πολυτελής, σε Ησίοδ., Θέογν., Αττ. 2. με γεν. πράγμ., πλούσιος σε κάτι, Λατ. dives opus, σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., σε Πλούτ. II. λέγεται για πράγματα, πολυτελής, άφθονος, πλούσιος, σε Σοφ., Ευρ. III. επίρρ. -ίως, σε Ηρόδ., Ευρ.
Πλουτεύς, , ισοδύν. τύπος του Πλούτων, γεν. Πλουτέως, -έος, σε Ανθ.· δοτ. Πλουτέϊ, ῆϊ· αιτ. Πλουτέα, στον ίδ. κ.λπ.
πλουτέω, μέλ. -ήσω (πλοῦτος1. είμαι πλούσιος, έχω πλούτη, σε Ησίοδ., Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· πλουτέω ἀπὸ τῶν κοινῶν, γίνομαι πλούσιος από τα δημόσια χρήματα, σε Αριστοφ. 2. με γεν. πράγμ., είμαι πλούσιος σε κάτι, σε Ξεν. 3. με δοτ. πράγμ., πλουτέω ἐμπύροισιν, σε Ευρ. Ξεν. 4. με σύστ. αιτ., πλουτέω πλοῦτον, σε Λουκ.
πλουτηρός, , -όν, εμπλουτιστικός, ἔργον, σε Ξεν.
πλουτητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει πλούσιο, άφθονο, σε Λουκ.
πλουτίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (πλοῦτος), κάνω κάποιον πλούσιο, πλουτίζω, σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, πλουτίζω τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ.Παθ. Ἅιδης γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· πλουτίζω ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, κερδίζω τα πλούτη μου από..., σε Ξεν.
πλουτίνδην (πλοῦτος), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, πλουτίνδην αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.
πλουτο-γᾱθής, -ές, Δωρ. αντί -γηθής (γηθέω), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, πλούσιος, σε Αισχύλ.
πλουτοδοτήρ, -ῆρος, , = το επόμ., σε Ανθ.
πλουτο-δότης, -ου, , αυτός που δίνει πλούτο, σε Ησίοδ.
πλουτο-κρᾰτία, (κρατέω), πλουτοκρατία, σε Ξεν.
πλουτο-ποιός, -όν, αυτός που δημιουργεί πλούτο, σε Πλούτ.
πλοῦτος, (πιθ. από το πίμ-πλημιI. πλούτος, αγαθά, σε Όμηρ. κ.λπ.· πλοῦτος χρυσοῦ, ἀργύρου, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος, λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· πλοῦτος εἵματος, στον ίδ. II. ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο θεός του πλούτου, σε Ησίοδ.
πλοῦτος, -εος, τό, = πλοῦτος, , σε Κ.Δ.
πλουτό-χθων, -ονος, , , πλούσιος σε επίγειους θησαυρούς, με αναφορά πιθ. στα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο, σε Αισχύλ.
Πλούτων, -ονος, , I. ο Πλούτωνας, ο θεός του Κάτω Κόσμου, σε Τραγ. (πιθ. από το πλοῦτος), αυτός που δίνει τον πλούτο, σύζυγος της Δήμητρας, που προσέφερε στους ανθρώπους τους καρπούς της γης.
πλοχμός, -οῦ, , I. όπως το πλόκαμος, συνήθως στον πληθ., πλεξίδες, βόστρυχοι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. II. πλοκάμια χταποδιού, σε Ανθ.
πλῦναν, Επικ. αντί ἔπλυναν, γʹ πληθ. αορ. αʹ του πλύνω.
πλῠνός, (πλύνωI. σκάφη, κάδος, δοχείο, στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα αφού τα πατούσαν πρώτα, σε Όμηρ. II. μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = πλύνω II, σε Αριστοφ.
πλυντήριος, -ον, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο πλύσιμο· πλυντήρια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή στην Αθήνα, κατά την οποία έπλεναν τα ρούχα του αγάλματος της Αθηνάς, σε Ξεν. κ.λπ.