Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2741 - 2760]
πλημμέλεια, , λάθος στη μουσική, λανθασμένη νότα, παραφωνία· μεταφ., λάθος, αμαρτία, σφάλμα, σε Πλάτ.
πλημμελέω, μέλ. -ήσω, κάνω σφάλμα στη μουσική· μεταφ., κάνω λαθος, αμαρτάνω, σφάλλω, τι, σε κάποιο πράγμα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· εἴς τινα, σε Αισχίν.Παθ., πλημμελεῖσθαι ὑπό τινος, τυγχάνω κακής μεταχείρισης από κάποιον, δεινοπαθώ από αυτόν, σε Πλάτ., Δημ.
πλημμέλημα, -ατος, τό, παράπτωμα, αμαρτία, σε Αισχίν.
πλημ-μελής, -ές (πλήν, μέλος),· I. 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τη μελωδία, αντίθ. προς το ἐμμελής. II. μεταφ., αυτός που βρίσκεται σε παραφωνία, εσφαλμένος, παραπλανημένος, σε Πλάτ. 2. λέγεται για πράγματα, δυσάρεστος, ασύμφωνος, μη χαρούμενος, πλημμελές τι δρᾶν παθέω, σε Ευρ. κ.λπ.
πλήμμῡρα, , = πλημμυρίς, πλημμύρα, σε Ανθ.
πλημμῡρέω, μέλ. -ήσω, υψώνομαι, εξογκώνομαι όπως η πλημμύρα, υπερχειλίζω, σε Ανθ., Πλούτ.
πλημμυρίς[ῡ], -ίδος, , 1. ύψωση των υδάτων της θάλασσας, πλημμυρὶς ἐκ πόντοιο, από το κύμα που σηκώθηκε εξαιτίας των βράχων που έριξαν οι Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· η πλημμυρίδα (πρβλ. ῥαχία) αντίθ. προς το ἄμπωτις (οπισθοχώρηση), σε Ηρόδ. 2. γενικά, πλημμύρα, κύμα, κατακλυσμός, σε Αριστ.· λέγεται για τα δάκρυα, σε Αισχύλ., Ευρ. ( σε Όμηρ., σε Αττ.) (αμφίβ. προέλ.· πιθ. από τα πλήθω, μύρω).
πλήμνη, , ομφαλός τροχού, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. (πιθ. από το πλήθω, τρύπα του τροχού όπου σφηνώνεται ο άξονας).
πλήν, Δωρ. πλάν = πλέον·
Α.
ως πρόθ. με γεν., πιο πολύ από· και ομοίως, εκτός από, πλην, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, υποκείμενη σε κάθε τιμωρία πλην της θανατικής, σε Ηρόδ.· ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, με εξαίρεση το θάνατο, σε Θουκ. Β. ως επίρρ., I. Με μεμονωμένες λέξεις και φράσεις όταν προηγείται άρνηση, οὐκ οἶδα πλὴν ἕν, σε Σοφ. κ.λπ.· μετά τα πᾶς, πάντες, ἕκαστος, και άλλα παρόμοια, παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί, σε Πλάτ.· το πᾶς μερικές φορές παραλείπεται, θνῄσκουσι (πάντες) πλὴν εἷς τις, σε Σοφ.· μετά το ἄλλος, τί ἄλλο πλὴν ψευδῆ, τί άλλο παρά ψέμματα, στον ίδ.· μετά από συγκρ. όπως το , πιο πολύ, ταῦτ' ἐστὶ κρείσσω, πλὴν ὑπ' Ἀργείοις πεσεῖν, σε Ευρ. II. 1. συχνά συνάπτεται με άλλα μόρια· 1. πλὴν εἰ, πλὴν ἐάν, Λατ. nisi si, πλὴν εἴ τις κωμωδοποιός τυγχάνει ὤν, σε Πλάτ.· πλὴν ὅταν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ρήμα συχνά παραλείπεται, όπως μαζί με τα ὡσεί, ὡσπερεί, οὐδεὶς οἶδεν, πλὴν εἴ τις ὄρνις, σε Αριστοφ. 2. πλὴνἤ, περίπου ίδιο το πλὴν εἰ, οὐκ ἄλλως πλὴν ἢ προδίκῳ, στον ίδ. 3. πλὴν οὐ, μόνο εκτός από, ἀπέπεμψε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν οὐ ἐς Ἀθήνας, σε Ηρόδ.· πάντες πλὴν οὐχ οἱ τύραννοι, σε Ξεν. 4. πλὴν ὅτι, εκτός από αυτό..., πλὴν αὐτοῦ καίτοι τί διαφέρουσιν ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλὴν ὅτι ψηφίσματ' οὐ γράφουσιν;, σε Αριστοφ.· ομοίως, πλὴν ἢ ὅτι, σε Ηρόδ. 5. πλὴν ὅσον, εκτός ή πλην όσον, στον ίδ.· πλὴν καθόσον εἰ, σε Θουκ.· χωρίς ρήμα, πάντων ἑρήμους, πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, εκτός από το μέρος που αφορά εσένα, σε Σοφ.
πλῆντο, γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του πίμπλημι και του πελάζω.
πλῆξα, Επικ. αντί ἔπληξα, αόρ. αʹ του πλήσσω.
πλήξι-ιππος, Δωρ. πλαξ-, -ον, αυτός που χτυπά ή οδηγεί τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
πλήρης, -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους· συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος· (πλέοςI. 1. με γεν., πλήρης, γεμάτος από κάτι, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. μεστός ή μολυσμένος από, πλήρης ὑπ'οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, μιασμένο από πουλιά και σκύλους με κρέας (το οποίο έχει ξεσχιστεί από το σώμα του Πολυνείκη), σε Σοφ. 3. κορεσμένος από κάτι, στον ίδ.· πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, κοιτούσε κορεσμένος, σε Ηρόδ. II. σπανίως με δοτ., κορεσμένος με, σε Ευρ. III. 1. απόλ., πλήρης, γεμάτος, λέγεται για φουσκωμένο ποταμό, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη σελήνη, στον ίδ.· λέγεται για κύπελα, σε Ευρ.· ιδίως, γεμάτος με ανθρώπους, σε Αριστοφ. 2. γεμάτος, πλήρης, λαβεῖν τι πλῆρες, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για αριθμούς, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε Ηρόδ.
πληρο-φορέω, μέλ. -ήσω (φέρωI. ικανοποιώ, σε Κ.Δ. II. στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, έχω πλήρη ικανοποίηση, είμαι πλήρως βέβαιος, στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, γίνομαι πλήρως πιστευτός, στο ίδ.
πληροφορία, , πλήρης βεβαιότητα, πεποίθηση, σε Κ.Δ.
πληρόω, μέλ. -ώσω, παρακ. πεπλήρωκα, Μέσ. μέλ. πληρώσομαι, αόρ. αʹ ἐπληρωσάμηνΠαθ., μέλ. -ωθήσομαι, επίσης Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία· (πλήρης)· κάνω κάτι γεμάτο. I. 1. με γεν. πράγμ., γεμίζω κάτι εντελώς με, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., είμαι γεμάτος εντελώς με κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. γεμίζω εντελώς με φαγητό, παραχορταίνω, μπουχτίζω, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν, σε Ευρ.· μεταφ., πληροῦν θυμόν, να χορτάσω το θυμό μου, Λατ. animum explere, σε Σοφ. κ.λπ. II. με δοτ., συμπληρώνω με, γεμίζω με, σε Ευρ.Παθ., πνεύμασι πληρούμενοι, γεμίζουν με αέρα, σε Αισχύλ.· πεπληρωμένος ἀδικίᾳ, σε Κ.Δ. III. 1. πληρόω ναῦν, τριήρη, επανδρώνω πλοίο, σε Ηρόδ.· πληροῦτε θωρακεῖα, γεμίστε με άνδρες τις επάλξεις, σε Αισχύλ.· στη Μέσ., πληροῦσθαι τὴν ναῦν, επανδρώνω το πλοίο, σε Ξεν.Παθ., λέγεται για καράβια, σε Θουκ. 2. λέγεται για αριθμό, κάνω κάτι γεμάτο ή πλήρες, τοὺς δέκα μῆνας, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Κ.Δ.Παθ., είμαι πλήρης, σε Ηρόδ., Κ.Δ. 3. πληρόω δικαστήριον, το γεμίζω, σε Δημ. 4. εκπληρώνω, πληρώνω εντελώς, καλύπτω, σε Αισχύλ., Θουκ.Παθ., νόμοι πληρούμενοι, που τηρούνται εντελώς, σε Αισχύλ. 5. ἐς ἄγγος Βακχίου μέτρημα πληρώσαντες, έσταξαν κρασί μέσα στο δοχείο ενώ αυτό ήταν ακόμη γεμάτο, σε Ευρ.Παθ., συγκεντρώνομαι σ' ένα μέρος, στον ίδ. IV. αμτβ., ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, το μήκος του δρόμου ολοκληρώνεται σ' αυτόν τον αριθμό, σε Ηρόδ.
πλήρωμα, -ατος, τό, I. 1. γέμισμα, σε Ευρ. 2. πλήρωμα δαιτός, κορεσμός ευωχίας, πανδαισίας, στον ίδ.· πλήρωμα τυρῶν, χορτασμός από τυρί, στον ίδ. 3. λέγεται για πλοία στο σύνολό τους, πλήρης αριθμός, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για μεμονωμένα πλοία, το πλήρωμά τους, σε Θουκ. κ.λπ. 4. λέγεται για αριθμό, το όλο, το σύνολο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 5. το μέρος που παρεμβάλλεται για να συμπληρωθεί κάτι, σε Κ.Δ. 6. πληρότητα, πλήρης και τέλεια φύση, στο ίδ. II. 1. πλήρωση, συμπλήρωση, σε Σοφ.· κυλίκων πλήρωμα, έχω το καθήκον του γεμίσματός τους, σε Ευρ. 2. εκπλήρωση, σε Κ.Δ.
πλήρωσις, (πληρόω),· 1. συμπλήρωση, γέμισμα, σε Πλάτ.· συχνά λέγεται για φαγητό και ποτό, ο κορεσμός, στον ίδ. 2. συμπλήρωση ενός αριθμού, σε Ηρόδ.
πληρωτής, -οῦ, (πληρόω), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ.
πλήσαι, μτχ. αορ. αʹ του πίμπλημι.