Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2621 - 2640]
-
πλάνημα[ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
πλάνης[ᾰ], -ητος, ὁ, I. 1. περιπλανητής, περιφερόμενος, αλήτης, σε Σοφ., Ευρ. 2. πλάνητες ἀστέρες, σε Ξεν. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, νομαδικός, σε Πλούτ.
-
πλάνησις, -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.
-
πλᾰνητέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να περιφέρεται, σε Ξεν.
-
πλᾰνήτης, -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, I. = πλάνης, σε Σοφ., Πλάτ. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Ευρ.
-
πλᾰνητικός, -ή, -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.
-
πλᾰνητός, -ή, -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.
-
πλάνιος, -ον, ποιητ. αντί πλάνος, σε Ανθ.
-
πλαν-όδιος, -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος, σε Ομηρ. Ύμν. (ᾱ χάριν μέτρου).
-
πλάνος[ᾰ], -ον, I. 1. Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε σφάλμα, απατεώνας, απατηλός, σε Θεόκρ., Μόσχ. III. 1. πλάνος, ὁ = πλάνη. 2. μεταφ., φροντίδος πλάνοι, περιπλανήσεις του μυαλού, τρέλα, σε Ευρ.· πλάνοις, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για ασθένεια, σε Σοφ.· κερκίδος πλάνοι, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ. III. λέγεται για πρόσωπα, πλάνος, ὁ, απατεώνας, αγύρτης, σε Κ.Δ.
-
πλᾰνο-στῐβής, -ές, περπατημένος από περιπλανώμενους ανθρώπους, από διαβάτες, σε Αισχύλ.
-
πλᾰνύττω, = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
-
πλάξ, ἡ, γεν. πλᾰκός, 1. επίπεδη επιφάνεια, πλατύς χώρος γης, πεδιάδα, σε Αισχύλ.· πόντου πλάξ, ωκεανός, σε Πίνδ.· αἰθερία πλάξ, σε Ευρ.· επίπεδη κορυφή ενός βουνού, οροπέδιο, σε Σοφ. 2. επίπεδη πέτρα, πλάκα, σε Λουκ., Κ.Δ.
-
πλᾶξεν, Δωρ. αντί πλῆξεν, γʹ ενικ. αορ. αʹ του πλήσσω.
-
πλάξιππος, -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.
-
πλάσμα, -ατος, τό (πλάσσω), οτιδήποτε σχηματισμένο, διαμορφωμένο, εικόνα, είδωλο, σε Αριστοφ. κ.λπ. II. οτιδήποτε έγινε από μίμηση κάποιου άλλου, παραχαραγμένο, κίβδηλο, πλαστό, σε Δημ. III. διαμορφωμένο ύφος, προσποίηση, λέγεται στους ρήτορες και τους υποκριτές του θεάτρου, σε Πλούτ.
-
πλασμᾰτίας, -ου, ὁ, εθισμένος στα ψεύδη, σε Πλούτ.
-
πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. πλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔπλᾰσα, ποιητ. ἔπλασσα, Επικ. πλάσσα· παρακ. πέπλᾰκα· Μέσ. αόρ. αʹ ἐπλασάμην· Παθ. αόρ. αʹ ἐπλάσθην, παρακ. πέπλασμαι· I. σχηματίζω, διαπλάθω, διαμορφώνω, μορφοποιώ, Λατ. fingere, κυρίως λέγεται για καλλιτέχνη που εργάζεται με πηλό ή κερί, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· τὴν ὑδρίαν πλάσαι, πλάθω πήλινο σκεύος για νερό, σε Αριστοφ.· ἔπλαττεν οἰκίας, έφτιαχνε πήλινα σπίτια, στον ίδ. — Παθ., σχηματίζομαι, πλάθομαι, ὁ μὲν πλάσσεται, κάποιος είναι κατασκευασμένος, σχηματίζεται, σε Ηρόδ. II. γενικά, διαπλάθω και διαμορφώνω με την εκπαίδευση, σε Πλάτ. III. πλάθω στο νου, σχηματίζω νοητικά την έννοια ενός πράγματος, στον ίδ. IV. τοποθετώ σε συγκεκριμένη φόρμα — Μέσ., πλασάμενος τῇ ὄψει, ἔδωσε μορφή στο πρόσωπό του, ρύθμισε τις εκφράσεις του προσώπου του, σε Θουκ. V. μεταφ., καλύπτω, επινοώ, παραποιώ, πλάθω, σε Σοφ., Δημ.· απόλ., πλάσας λέγειν, λέω πλαστές ιστορίες, δηλ. όχι την αλήθεια, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, όχι πλαστός, σε Αισχύλ.
-
πλάστειρα, θηλ. του πλάστης, σε Ανθ.
-
πλαστεύω, παραποιώ, σε Βυζ.