Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2561 - 2580]
πισσόομαι, Αττ. πιττ-, Μέσ. (πίσσα), αφαιρώ τις τρίχες με ένα έμπλαστρο από πίσσα, σε Λουκ.
πισσωτής, -οῦ, , αυτός που αλείφει με πίσσα, σε Λουκ.
πίστευμα, -ατος, τό, = πίστωμα, σε Αισχύλ.
πιστευτικός, , -όν, I. αυτός που πιστεύει εύκολα, εύπιστος, σε Αριστ.· επίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινί, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ. II. αυτός που δημιουργεί πίστη, προξενεί πίστη, στον ίδ.
πιστεύω, μέλ. -εύσω, υπερσ. πεπιστεύκειν (πίστιςI. 1. εμπιστεύομαι, στηρίζομαι πάνω ή σε, έχω πίστη, βασίζομαι, πιστεύω σ' ένα πρόσωπο ή πράγμα, με δοτ., πιστεύω τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· με ουδ. επίθ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, πίστεψε αυτά εδώ τα λόγια μου, σε Ευρ.· έπειτα, πιστεύω εἰς Θεόν, πιστεύω στον Θεό, σε Κ.Δ.· πιστεύω ἐπὶ τὸν Κύριον, στον ίδ.· απόλ. πιστεύω, θεωρώ, παραδέχομαι ως αληθές, σε Ηρόδ., Θουκ.Παθ., πιστεύομαι, θεωρούμαι πιστευτός, σε Πλάτ.· πιστεύεσθαι ὑπό τινος, απολαμβάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, σε Ξεν.· πιστεύομαι παρά τινι, πρός τινα, σε Δημ.· ὡς πιστευθησόμενος, σαν να επρόκειτο να γίνει πιστευτός, στον ίδ.Μέσ., πιστεύω αμοιβαία, στον ίδ. 2. συμφωνώ, σε Σοφ. 3. με απαρ., πιστεύω ότι, αισθάνομαι σίγουρος ή πεπεισμένος ότι ένα πράγμα είναι, θα είναι, έχει υπάρξει, σε Ευρ. κ.λπ.· πιστεύω ποιεῖν, τολμώ να κάνω ένα πράγμα, σε Δημ.Παθ., πιστεύομαι ἀληθεύσειν, θεωρούμαι ότι είναι πιθανόν να λέω την αλήθεια, σε Ξεν. 4. με δοτ. και απαρ., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν, σ' αυτούς που πίστευε ότι θα τηρούσαν σιγή, στην εχεμύθεια αυτών που είχε εμπιστοσύνη, σε Ηρόδ. 5. πιστεύω, έχω πίστη, σε Κ.Δ. II. πιστεύω τί τινι, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον άλλο, σε Ξεν. κ.λπ.Παθ., πιστεύομαί τι, μου έχει ανατεθεί εμπιστευτικά κάτι, στον ίδ.
πιστικός (Α), , -όν (πίνω), υγρός, σε Κ.Δ.· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
πιστικός (Β), , -όν (πίστις), 1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ. 2. γνήσιος, βλ. το επόμ.
πίστις, , γεν. -εως· δοτ. πίστει, Ιων. πίστῑ· Ιων. ονομ. και αιτ. πληθ. πίστις, δοτ. πίστισι (πείθομαιI. 1. εμπιστοσύνη σε άλλους, πίστη, Λατ. fides, fiducia, σε Ησίοδ., Θεόγν., Αττ.· με γεν. προσ., πίστη ή πεποίθηση σε κάποιον, σε Ευρ.· γενικά, πειθώ σ' ένα πράγμα, εμπιστοσύνη, βεβαιοτητα, σε Πίνδ., Αττ. 2. καλή πίστη, αξιοπιστία, αφοσίωση, ειλικρίνεια, Λατ. fides, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 3. με εμπορική σημασία, εμπορική πίστη, υπόληψη, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι, του έχω πιστώσει τόσα χρήματα, σε Δημ.· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι, στον ίδ. 4. στη θεολογία, πίστη, δόγμα, αντίθ. προς την όραση και τη γνώση, σε Κ.Δ. II. αυτό που παρέχει εμπιστοσύνη· απ' όπου, 1. διαβεβαίωση, εχέγγυο καλής πίστης, εγγύηση, ενέχυρο, σε Σοφ., Ευρ.· πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, κάνω συμφωνία ή συνθήκη ανταλλάσσοντας αμοιβαίες διαβεβαιώσεις και όρκους, σε Ηρόδ.· οὔτε πίστις οὔθ' ὅρκος μένει, σε Αριστοφ.· πίστιν διδόναι, παρέχω διαβεβαιώσεις, σε Ηρόδ.· πίστιν διδόναι καὶ λαμβάνειν, ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις, σε Ξεν.· λέγεται για όρκο, θεῶνπίστεις ὀμνύναι, σε Θουκ.· πίστιν ἐπιτιθέναι ή προστιθέναι τινί, σε Δημ.· φόβων πίστις, βεβαίωση ενάντια στους φόβους, σε Ευρ. 2. μέσα πειθούς, συζήτηση, απόδειξη, όπως χρησιμοποιούνταν από τους ρήτορες, σε Πλάτ. κ.λπ.
πιστός (Α), , -όν (πίνω), υγρός· πιστά (ενν. φάρμακα), ρευστά, υγρά φάρμακα, αντίθ. προς βρώσιμα, σε Αισχύλ.
πιστός (Β), , -όν (πείθωΠαθ., είμαι πιστευτός ή αξιόπιστος.
Α. I. 1.
λέγεται για πρόσωπο, αξιόπιστος, έμπιστος, αληθινός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αττ.· στην Περσία οἱ πιστοί ήταν ιδιαίτεροι σύμβουλοι του βασιλιά, έμπιστοι και αγαπητοί από εκείνον, σε Ξεν.· πιστὰ πιστῶν = πιστότατοι, σε Αισχύλ. 2. αξιόπιστος, αυτός που αξίζει την εμπιστοσύνη σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. λέγεται για πράγματα, αξιόπιστος, σίγουρος, λέγεται για όρκους κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τις γυναίκες περισσότερο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐλπὶς πιστὴ λόγῳ, εγγυημένη με λόγο, σε Θουκ. 2. άξιος πίστεως, πιστός, πιθανός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. III. πιστόν, τό, ως ουσ. όπως το πίστις II, ενέχυρο, ασφάλεια, εγγύηση, βεβαιότητα, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ πιστὸν τῆς ἐλευθερίας, σε Θουκ.· τὸ πιστὸν ἔχοντες κἂν περιγενέσθαι, αισθάνονται σιγουριά ότι θα επιζήσουν, στον ίδ.· στον πληθ., τὰ πιστὰ ποιεῖσθαι = πίστιν ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ.· πιστὰ θεῶν, λέγεται για όρκους, σε Ξεν.· πιστὸν ή πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν, δίνω και παίρνω εχέγγυα, ανταλλάσσω εγγυήσεις, στον ίδ. κ.λπ. Β. Ενεργ., 1. όπως το πίσυνος, αυτός που πιστεύει, πεπεισμένος, βασισμένος σε, τινι, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ. 2. πειθαρχικός, σε Ξεν. 3. πιστός, αφοσιωμένος, σε Κ.Δ. Γ. επίρρ. πιστῶς, I. με καλή πίστη, πειστικά, σε Δημ. II. με διάθεση για πίστη, στον ίδ.
πιστότης, -ητος, , καλή πίστη, ειλικρίνεια, τιμιότητα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
πιστόω, μέλ. -ώσω (πιστόςI. κάνω κάτι αξιόπιστο, πιστοῦν τινα ὄρκοις, δένω κάποιον με όρκους, σε Θουκ. II. 1. Παθ., γίνομαι αξιόπιστος, δίνω εχέγγυο ή εγγύηση, ὅρκῳ πιστωθῆναί τινι, συνδέω κάποιον με κάποιον άλλο μέσω όρκου, σε Ομήρ. Οδ. 2. νιώθω εμπιστοσύνη ή σιγουριά, δηλ. εμπιστεύομαι, πείθομαι, πιστωθῆναι ἐνὶ θυμῷ, στο ίδ.· πιστωθεὶς ὅτι..., αίσθηση πίστης σε κάποιον ότι..., σε Σοφ. III. 1. Μέσ., δίνω αμοιβαία ενέχυρα πίστης, ανταλλάσσω πίστη, χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο, σε Ομήρ. Ιλ.· πιστοῦσθαί τινα ὑφ' ὅρκου, εξασφαλίζω την καλή πίστη κάποιου με όρκους, σε Σοφ. 2. επιβεβαιώνω, εξασφαλίζω, αποδεικνύω, κάνω έγκυρο, εγγυώμαι, τι, σε Πολύβ., Λουκ.
πίστρα, (πι-πίσκω), ποτίστρα για ζώα, σε Ευρ.
πίστωμα, -ατος, τό (πιστόωI. διαβεβαίωση, εγγύηση, ενέχυρο, εχέγγυο, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, γηραλέα πιστώματα = πιστοὶ γέροντες, στον ίδ.
πιστώσαντο, Επικ. γʹ πληθ. Μέσ. αορ. αʹ του πιστόω.
πιστωτέος, , -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να εγγυηθεί, σε Λουκ.
πίσῠνος[ῑ], -ον (πείθω), αυτός που βασίζεται ή στηρίζεται, εύπιστος σε κάποιον άλλο, με πλήρη εμπιστοσύνη σ' αυτόν, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
πίσῠρες[ῐ], πίσυρα, Αιολ. αντί τέσσαρες, τέσσαρα.
πίσω[ῑ], μέλ του πιπίσκω.
Πῐτάνη[ᾰ], Δωρ. -να, , μέρος στη Λακωνία, σε Ηρόδ.· ὁ Πιτανητέων λόχος, λόχος, σώμα του σπαρτιατικού στρατού, στον ίδ.