Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2481 - 2500]
-
πῐθᾰνολογία, ἡ, χρήση λογικών και πιθανών επιχειρημάτων, αντίθ. προς την απόδειξη (ἀπόδειξις), σε Πλάτ.
-
πῐθᾰνο-λόγος (λέγω) , αυτός που μιλά με στόχο να πείσει.
-
πῐθᾰνός, -ή, -όν (πείθω), σχεδιασμένος να πείσει, και ως εκ τούτου· I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη δύναμη της πειθούς, πειστικός, καταπειστικός, καπάτσος, λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., πιθανώτατος λέγειν, σε Πλάτ. 2. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. 3. λέγεται για τρόπους, πειστικός, ελκυστικός, σε Ξεν. 4. λέγεται για φήμες, αληθοφανής, εύσχημος, πιθανός, σε Ηρόδ., Πλάτ. 5. λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, πιστός στην απομίμιση, σε Ξεν. II. 1. Παθ., εύκολα πειθόμενος, εύπιστος, σε Αισχύλ. 2. υπάκουος, πειθήνιος, σε Ξεν. III. επίρρ. -νῶς, πειστικώς, με πειθώ, συγκρ. -ώτερον, σε Πλάτ.
-
πῐθᾰνότης, -ητος, ἡ, πειστικότητα, σε Πλάτ., Αριστ.
-
πῐθᾰνόω, μέλ. -ώσω (πιθανός), καθιστώ κάτι πιθανό, σε Αριστ.
-
πῐθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του πείθω· πιθέσθαι, Μέσ.
-
πῐθηκισμός, ὁ, αναπαράσταση του πιθήκου, μίμηση των τρόπων του πιθήκου, σε Αριστοφ.
-
πίθηκος[ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκος, μαϊμού, σε Αριστοφ.· ως θηλ. πίθηκος μήτηρ, σε Βάβρ.· λέγεται για πρόσωπα, μίμος, πειραχτήρι, σε Αριστοφ., Δημ. (αμφίβ. προέλ.).
-
πῐθηκο-φᾰγέω, μέλ. -ήσω (φαγεῖν), τρώω κρέας πιθήκου, σε Ηρόδ.
-
πῐθηκο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.
-
πιθήσας, όπως αν προερχόταν από το πιθέω, μτχ. αορ. αʹ του πείθω.
-
πῖθι, αντί πῖε, προστ. αορ. βʹ του πίνω.
-
πῐθόμην, Επικ. αντί ἐπιθόμην, Μέσ. αορ. βʹ του πείθω.
-
πίθος[ῐ], ὁ, 1. πιθάρι, πολύ μεγάλο είδος δοχείου για την αποθήκευση του κρασιού (πρβλ. ἀμφορεύς), σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πήλινα σκεύη, πίθος κεράμινος, σε Ηρόδ.· καλυμμένος με καπάκι, σε Ησίοδ. 2. παροιμ., εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, για το έργο των Δαναϊδών, δηλ. για ματαιοπονία, σε Ξεν.· επίσης, ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δηλ. έχεις πολύ κρασί, «ζεις μέσα στη χλιδή», σε Θεόκρ.
-
πίθων, ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.
-
πῐθών, -ῶνος, ὁ (πίθος), υπόγειο, αποθήκη, σε Ανθ.
-
πῐθών, μτχ. αορ. βʹ του πείθω.
-
πικραίνω, μέλ. -ᾰνῶ (πικρός)· 1. κάνω κάτι πικάντικο ή πικρό στη γεύση, σε Κ.Δ. 2. μεταφ. στην Παθ., είμαι εξαγριωμένος, τρέφω πικρά αισθήματα, σε Πλάτ., Θεόκρ.
-
πικρία, ἡ (πικρός), πικρία, λέγεται για τη διάθεση, σε Δημ., Πλούτ.
-
πικρίζω, μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.