Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2421 - 2440]
-
πηλό-δομος, -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.
-
πηλόομαι, Παθ., χώνομαι στη λάσπη, κυλιέμαι στο βούρκο, σε Λουκ.
-
πηλο-πλάθος[ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.
-
πηλός, ὁ, ἡ, 1. πηλός, χώμα, γη, ως ύλη που χρησιμοποιείται από τον αγγειοπλάστη και τον κεραμέα, Λατ. lutum, σε Ηρόδ., Αττ. 2. μερικές φορές αντί βόρβορος ή ἰλύς, λάσπη, βούρκος, όπως lutum αντί ocenum, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παροιμ., ἔξω κομίζειν· πηλοῦ πόδα, δηλ. εμποδίζω τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.· κάσιςπηλοῦ ξύνουρος, πρβλ. σύνορος.
-
πηλ-ουργός, -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ.
-
Πηλούσιον, τό, πόλη στις ακτές της Αιγύπτου στα σύνορα με την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίθ., τὸ Πηλούσιον στόμα, το ανατολικό στόμα του Νείλου, στον ίδ.
-
πηλοφορέω, μέλ. -ήσω, μεταφέρω πηλό, σε Αριστοφ.
-
πηλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πηλό.
-
πηλό-χῠτος, -ον, διαμορφωμένος από πηλό, θάλαμοι πηλόχυτοι, λέγεται για τις φωλιές των χελιδονιών, σε Ανθ.
-
πηλ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος με πηλό, πηλώδης, λασπωμένος, λέγεται για τόπους, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.
-
πῆμα, -ατος, τό (πρβλ. πάσχω),· I. πόνος, δυστυχία, συμφορά, θλίψη, όλεθρος, σε Όμηρ. κ.λπ.· πήματα ἐπὶ πήμασι, συμφορά πάνω στη συμφορά, σε Σοφ.· πῆμ' ἐπὶ πήματι κεῖται, το ξίφος σφυρηλατείται πάνω στο αμόνι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. II. λέγεται για ανθρώπους, συμφορές, δυστυχίες, βυθίζω στα συντρίμμια, καταστρέφω και με ηπιότερη σημασία, λυπάμαι, καταθλίβομαι, σε Όμηρ., Τραγ.· πημαίνω τὴν γῆν, την καταστρέφω, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω κακό, σε Ομήρ. ιλ. — Παθ., υποφέρω από πληγή ή βλάβη, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἴσθιπημανούμενος, μάθε ότι θα δυστυχήσεις, σε Σοφ.
-
πημαντέος, -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να πληγωθεί, σε Θέογν.
-
πημονή, ἡ (πήμων), = πῆμα, σε Τραγ.
-
πημοσύνη, ἡ, = πημονή, πῆμα, σε Αισχύλ.
-
Πηνελόπεια, ἡ, η Πηνελόπη, η σύζυγος του Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.· Πηνελόπη, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· Δωρ. Πᾱνελόπᾰ, σε Ανθ. [Το όνομά της συνδέεται με τη μυθική αφήγηση για τον ιστό (πήνη, πηνίον), η Υφάντρια, βλ. Ομήρ. Οδ.].
-
πηνέλοψ, Αιολ. και Δωρ. πᾶν-οπος, ὁ, είδος πάπιας με πορφυρές λωρίδες, σε Αριστοφ.
-
πήνη, ἡ, I. κλωστή στην κουβαρίστρα ή στη σαΐτα του αργαλειού, υφάδι, και στον πληθ., ο ιστός, σε Ευρ. II. καλάμι ή μασούρι, όπως το πήνιον, σε Ανθ.
-
πηνίζομαι, Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.
-
πηνίκα; ερωτημ. συσχετ. επίρρ. με τηνίκα και ἡνίκα, I. κυρίως, σε ποια χρονική στιγμή; σε ποια ώρα; Λατ. quota hora?σε Λουκ.· πηνίκα μάλιστα; περίπου τί ώρα είναι; σε Πλάτ.· ομοίως, πηνίκ' ἄττα; σε Αριστοφ.· πλήρες πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; στον ίδ. II. γενικά, αντί πότε; σε Δημ.· ομοίως, σε πλάγια ερώτηση, στον ίδ.
-
πηνίον, Δωρ. πανίον[ᾰ], τό (πήνη), κουβαρίστρα ή μασούρι πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφάδι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.