Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [2061 - 2080]
περιπλευμονία ή -πνευμονία, Ιων. -ίη, (πλεύμων), φλεγμονή των πνευμόνων, σε Πλάτ., Λουκ.
περί-πλευρος, -ον (πλευρά), αυτός που καλύπτει τα πλάγια μέρη, σε Ευρ.
περι-πλέχθην, Επικ. Παθ. αορ. αʹ του περιπλέκω.
περι-πλέω, Ιων. —πλώω,· πλέω ή κολυμπώ ολόγυρα, απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀνὴρ πολλὰ περιπλευκώς, πολυταξιδεμένος άνθρωπος, σε Αριστοφ.· με αιτ., περιπλέω Λιβύην Πελοπόννησον κ.λπ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
περί-πλεως, -ων, πληθ. -πλέω, ουδ. -πλεα, με γεν., I. αρκετά γεμάτος από ένα πράγμα, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., πλήρης από κατι, σε Ανθ. II. απόλ., υπεράριθμος, περιττός, σε Ξεν.
περι-πληθής, -ές (πλῆθος),· 1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ. 2. πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.
περίπλικτος, -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.
περι-πλίσσομαι, αποθ., τοποθετώ τα πόδια σε κύκλο ή σταυρωτά.
περιπλοκή, (περιπλέκω), περιστροφή, εμπλοκή, περιπλέξιμο, σε Ευρ.
περίπλοκος, -ον (περιπλέκω), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, περίπλοκος, σε Ανθ.
περιπλόμενος, συγκοπτ. μτχ. του περιπέλομαι.
περί-πλοος, -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (πλέω), I. αυτός που πλέει ολόγυρα, σε Ανθ. II. Παθ., αυτό που μπορεί κανείς να πλεύσει γύρω του, σε Θουκ.
περί-πλοος, , συνηρ. -πλους, γεν. -πλου, ονομ. πληθ. -πλοι (πλέωI. πλεύση γύρω από ένα μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.· περὶ τόπον, σε Θουκ. II. αφήγηση παράκτιου θαλάσσιου ταξιδιού, σε Λουκ.
περι-πλύνω[ῡ], πλένω κάτι καλά, καθαρίζω καλά, σε Δημ.
περιπλώω, Ιων. και ποιητ. αντί περιπλέω.
περιπνείω, Επικ. αντί περιπνέω.
περιπνευμονία, βλ. περιπλευμονία.
περι-πνέω, μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε Πίνδ.
περι-πόθητος, -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.
περι-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. 1. κάνω να παραμείνει κάτι πάνω και ψηλά, διατηρώ ασφαλές, διασώζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για χρήματα, αποταμιεύω, αποθησαυρίζω, σε Ξεν. 3. τοποθετώ ολόγυρα ή πάνω, προμηθεύω, τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς, σε Αισχίν.· περιποιέω τὰ πράγματα εἰς αὐτούς, παίρνουν τα πράγματα στην εξουσία τους, σε Θουκ. II. Μέσ., διαφυλάσσω ή διασώζω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· περιλαμβάνω, κατέχω, αποκτώ, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., κερδίζω χρήματα, σε Ξεν.