Αποτελέσματα για: "Π"
Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [1661 - 1680]
-
πεντηκονταρχέω, μέλ. -ήσω, κατέχω το αξίωμα του πεντηκοντάρχου, σε Δημ.
-
πεντηκόντ-αρχος, ὁ, ο αρχηγός πενήντα αντρών, σε Ξεν., Δημ.
-
πεντηκόντερος, ἡ, = πεντηκόντορος, σε Ηρόδ.
-
πεντηκοντήρ, -ῆρος, ὁ, αρχηγός σώματος πενήντα αντρών, διοικητής του σπαρτιατικού στρατού, σε Θουκ., Ξεν.
-
πεντηκοντό-γῠος, -ον (γύης), αυτός που αποτελείται από πενήντα στρέμματα σιτοκαλλιέργειας, σε Ομήρ. Ιλ.
-
πεντηκοντ-όργυιος, -ον (ὄργυια), αυτός που έχει βάθος, ύψος, μήκος, πενήντα οργιές, σε Ηρόδ.
-
πεντηκόντορος (ενν. ναῦς), ἡ, φορτηγό πλοίο με πενήντα κουπιά, σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.
-
πεντηκοντ-ούτης, -ες, συνηρ. αντί πεντηκοντα-έτης, αυτός που έχει ηλικία πενήντα χρόνων, σε Πλάτ.
-
πεντηκόσιοι, -αι, -α, Επικ. αντί πεντᾰκόσιοι, πεντακόσιοι, σε Ομήρ. Οδ.
-
πεντηκοστεύομαι, Παθ., φορολογούμαι με τον φόρο της πεντηκοστῆς για οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, σε Δημ.
-
πεντηκοστο-λόγος, ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.
-
πεντηκοστός, -ή, -όν (πεντήκοντα)· I. πεντηκοστός, σε Πλάτ. II. ως ουσ. ἡ πεντηκοστή, 1. (ενν. μερίς), στην Αθήνα φόρος του ενός πεντηκοστού ή του δύο τοις εκατό σε όλα τα εξαγόμενα και εισαγόμενα προϊόντα, σε Ρήτ.· εὕρηκε καινὴν ἱππικῆς τινα πεντηκοστήν, βρήκε νέο είδος φόρου δύο επι τοις εκατό, στη θέση της ιππικής υπηρεσίας, δηλ. πλήρωσε αυτό στη θέση εκείνης, σε Δημ. 2. (ενν. ἡμέρα), η πεντηκοστή μέρα μετά το Πάσχα, Πεντηκοστή, σε Κ.Δ.
-
πεντηκοστύς, -ύος, ἡ (πεντήκοντα), ο αριθμός πενήντα, ιδίως ως υποδιαίρεση του σπαρτιατικού στρατού, σε Θουκ.· κατὰ πεντηκοστῦς (αιτ. πληθ.), σε Ξεν.
-
πεντ-ήρης (ενν. ναῦς), ἡ, πλοίο με πέντε ιστία, σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος, σε Πολύβ.· βλ. τριήρης.
-
πέντ-οζος, -ον όπως το πεντάοζος, αυτός που έχει πέντε κλάδους· ο Ησίοδ. ονομάζει το χέρι πέντοζον, οι πέντε κλάδοι, οι πέντε διακλαδώσεις.
-
πεντ-όργυιος, -ον (ὄργυια), αυτός που αποτελείται από πέντε οργιές, σε Ανθ.
-
πεντ-ώρυγος, -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.
-
*πένω, βλ. πένομαι.
-
πεξάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του πέκω.
-
πεξῶ, Δωρ. αντί πέξω, μέλ. του πέκω.