Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [161 - 180]
πᾰλαιόω, μέλ. -ώσω, παρακ. πεπαλαίωκα (παλαιόςI. κάνω κάτι παλιό, κυρίως στην Παθ. (ενεστ.), είμαι παλιός ή διατηρημένος, βραχίονος παλαιόω, από την μεγάλη παλαιότητα, σε Ιππ. II. στην Παθ. επίσης, γίνομαι παλιός, σε Πλάτ. III. όπως το Λατ. antiquare, καταργώ, ακυρώνω το νόμο, σε Κ.Δ.
πάλαισμα[ᾰ], -ατος, τό (παλαίω1. τέχνασμα πάλης ή διαπάλη, σε Ηρόδ.· ἓν μὲν τόδ' ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων, σε Αισχύλ. 2. κάθε αγώνας, σε Τραγ. 3. κάθε τέχνασμα ή δόλος, υπεκφυγή, σε Αριστοφ.· πάλαισμα δικαστηρίου, τέχνασμα δικαστικό, σε Αισχίν.
πᾰλαισμοσύνη, , ποιητ. αντί πάλη, πάλη, τέχνη παλαιστή, σε Όμηρ.
παλαιστή, , μεταγεν. μορφή του παλαστή, βλ. αυτ.
πᾰλαιστής, -οῦ, (παλαίω1. παλαιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. 2. γενικά, αντίπαλος, εχθρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· υποψήφιος μνηστήρας, σε Αισχύλ.
πᾰλαιστιαῖος, , -ον, μεταγεν. τύπος του παλαστιαῖος.
πᾰλαιστικός, , -όν, έμπειρος στην πάλη, σε Αριστ., Λουκ.
πᾰλαίστρα, , παλαίστρα, σχολή για πάλη στην οποία οι παλαιστές (παλαισταί) προπονούνταν, σε Ηρόδ., Ευρ.
πᾰλαιστρίτης[ῑ], -ου, , όπως το παλαιστής, παλαιστρίτης θεός, ο θεός της παλαίστρας, σε Βάβρ.
πᾰλαίτερος, -αίτατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του παλαιός.
πᾰλαί-φᾰτος, -ον, I. αυτός που έχει ειπωθεί πριν από καιρό, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αισχύλ. II. 1. αυτός για τον οποίο έχει γίνει λόγος, φημισμένος, δρῦς παλαίφατος, βελανιδιά με παλιά ιστορία, σε Ομήρ. Οδ. 2. γενικά, αρχέγονος, αρχαίος, παλιός, σε Πίνδ., Σοφ.
πᾰλαί-χθων, -ονος, , , αυτός που έχει μείνει πολύ σε μια χώρα, παλιός κάτοικος, αυτόχθονας, σε Αισχύλ., Ανθ.
πᾰλαίω, μέλ. παλαίσω, αόρ. αʹ ἐπάλαισαΠαθ., αόρ. αʹ ἐπαλαίσθην· (πάλη)· παλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· παλαίω τινί, παλεύω με κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.Παθ., παλαισθείς, νικημένος, ηττημένος, σε Ευρ.
πᾰλαίωσις, (παλαιόομαι), φθορά με τον χρόνο, παλαίωση, σε Στράβ.
πᾰλᾰμάομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. κατορθώνω, εκτελώ, σε Ξεν. II. όπως το μηχανάομαι, σκέφτομαι επιδέξια, επινοώ, σκαρώνω με πανουργία, σε Αριστοφ.
πᾰλάμη[ᾰ], , Επικ. γεν. και δοτ. παλάμῃφι, -φιν, I. 1. παλάμη χεριού, χέρι, σε Όμηρ., Πίνδ.· πάσχειν τι ὑπ' Ἄρηος παλαμάων, από τα χέρια του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, έργα δύναμης, σε Σοφ. 2. το χέρι όπως χρησιμοποιείται σε έργα τέχνης, σε Ησίοδ. II. μεταφ., ευφυία, τέχνη, επινόηση, πλάνο, μέθοδος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· παλάμη βιότου, εφεύρημα με σκοπό τον βιοπορισμό κάποιου, σε Θέογν.· λέγεται για τους θεούς, θεοῦ σὺν παλάμᾳ, θεῶν παλάμαι, παλάμαις Διός, με τέχνασμα δικό τους, σε Πίνδ.· παλάμας πλέκειν, σε Αριστοφ.· παλάμη πυριγενής, όπλο που δημιουργήθηκε από τη φωτιά, δηλ. ξίφος, σε Ευρ.
Παλαμήδης, , γεν. -ους, δοτ. -ει, αιτ. -εα ή -ην (παλάμη) όνομα ήρωα, Εφευρέτης, Επινοητής, σε Αριστοφ. κ.λπ.
πᾰλαμναῖος, (παλάμηI. ένοχος για πράξη βίας, άνθρωπος ένοχος για φόνο, δολοφόνος, σε Αισχύλ., Σοφ.· — ὦ παλαμναίη, ω αλητήρια, πανούργα, λέγεται για την αλεπού, σε Βάβρ. II. = ἀλάστωρ, εκδικητής αίματος, σε Ευρ., Ξεν.
παλαξέμεν, Επικ. αντί παλάξειν, απαρ. μέλ. του παλάσσω.
πᾰλάσιον, τό, = παλάθιον, υποκορ. του παλάθη, σε Αριστοφ.