Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 5.543 λήμματα [141 - 160]
Παιωνιάς, -άδος, , βλ. Παιώνιος.
παιωνίζω, μέλ. -σω (παιών = παιάν), ψάλλω παιάνα ή άσμα θριάμβου, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., άδω σε θρίαμβο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ωδή μετά το δείπνο, σε Ξεν.Παθ. γʹ ενικ. υπερσ. που χρησιμοποιείται απρόσωπα, ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, ο παιάνας είχε ψαλλεί από αυτούς, σε Θουκ.
Παιώνιος, , -ον (ΠαιώνI. 1. αυτός που ανήκει στον Παιάνα, ιατρικός, θεραπευτικός, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· Παιωνιὰς σοφία, η θεραπευτική τέχνη, ιατρική, σε Ανθ. 2 α) ως ουσ., Παιώνιος, , θεραπευτής, κατευναστικός, καταπραϋντικός, με γεν., σε Σοφ. β)Παιώνια, τά, γιορτή του Παιάνα, σε Αριστοφ. II. όμοιος με παιάνα ή ύμνο της νίκης, σε Αισχύλ.
παιωνισμός, (παιωνίζω), ψάλσιμο του παιάνα, σε Θουκ.
πακτός, Δωρ. αντί πηκτός.
πακτόω, μέλ. -ώσω (πακτός1. στερεώνω, ασφαλίζω, δῶμα πάκτου, κλείνω με ασφάλεια το σπίτι, σε Σοφ. 2. κλείνω, σταματώ, στουπώνω, ματσακωνίζω, καλαφατίζω, σε Αριστοφ. 3. δένω με ασφάλεια, σε Ανθ.
πᾰλάθη[λᾰ], , γλύκισμα από συντηρημένα φρούτα, κομπόστα, γλυκό κουταλιού, σε Ηρόδ., Λουκ.
πᾰλᾰθίς, , = το προηγ., σε Στράβ.
πάλαι[ᾰ], επίρρ.: I. 1. πολύ πριν, σε παλαιότερη εποχή, άλλοτε, σε εποχή περασμένη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· πάλαι ποτέ, κάποτε (μια φορά και έναν καιρό), σε Αριστοφ.· συχνά χρησιμ. ενεστ. με σημασία παρακ., ὁρῶ πάλαι, Λατ. dudum video, έχω δει εδώ και καιρό, σε Σοφ.· πάλαι ποτ' ὄντες, ἔχουν γίνει εδώ και πολύ καιρό πριν, σε Αριστοφ.· επίσης με άρθρο, τὸ πάλαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. πάλαι, συχνά χρησιμ. ως επίθ. με άρθρο και ουσ., οἱπάλαι φῶτες, άνθρωποι της παλιάς εποχής, σε Πίνδ.· Κάδμου τοῦ πάλαι, σε Σοφ.· τὰ πάλαι, σε Δημ. II. λέγεται για χρόνο που μόλις πέρασε, ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, πάλαι, σημαίνει όχι πολύ πριν, αλλά τώρα, ακριβώς τώρα, περίπου όπως το ἄρτι, σε Πλάτ.
πᾰλαι-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε πριν από πολύ καιρό, γεμάτος χρόνια, αρχαίος, σε Όμηρ.· ἄνθρωποι, σε Αισχύλ., Ευρ.
πᾰλαί-γονος, -ον, = παλαιγενής, σε Πίνδ.
πᾰλαιμονέω, παλεύω ή μάχομαι, σε Πίνδ.· πρβλ. Παλαίμων.
Πᾰλαίμων, -ονος, (παλαίω), ο Παλαίμων, δηλ. ο Παλαιστής, αρσεν. κύριο όνομα, όνομα του Μελικέρτη, γιου της Ινούς, που λατρευόταν ως θεός της θάλασσας, ευμενής προς τους ναυαγούς, σε Ευρ.
παλαιο-γενής, -ές, = παλαιγενής, σε Αριστοφ.
πᾰλαιό-γονος, -ον, = παλαίγονος, σε Ανθ.
πᾰλαιο-μάτωρ, -ορος, (μήτηρ), παλιά μητέρα, σε Ευρ.
πᾰλαιό-πλουτος, -ον, πλούσιος από προηγούμενα χρόνια, σε Θουκ.
πᾰλαιός, , -όν, ανωμ. συγκρ. και υπερθ. παλαιότερος, -ότατος, αλλά οι συνήθεις τύποι είναι παλαίτερος, -αίτατος (προέρχονται από το πάλαιI. 1. παλιός στα χρόνια, α) λέγεται για ανθρώπους, μεγάλος, ηλικιωμένος, ἢ νέος ἠὲ παλαιός, σε Όμηρ.· παλαιὸς γέρων, παλαιὰ γρηῦς, σε Ομήρ. Οδ.· χρόνῳ παλαιῷ, σε Σοφ. β) λέγεται για πράγματα, οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.· νῆες, στο ίδ. II. αυτός που ανήκει στα παλιά χρόνια, αρχαίος, 1. λέγεται για ανθρώπους, σε Όμηρ.· Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, σε Θουκ.· οἱ παλαιοί, οι αρχαίοι, Λατ. veteres, στον ίδ. 2. α) λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ παλαιόν, ως επίθ., όπως τὸ πάλαι, παλιά, άλλοτε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ παλαιοῦ, από παλιά, στον ίδ.· ἐκ παλαιτέρου, από παλιότερα, στον ίδ.· ἐκ παλαιτάτου, σε Θουκ. β) λέγεται για πράγματα επίσης, διατηρημένος, φθαρμένος, απαρχαιωμένος, παλιός, σε Αισχύλ., Σοφ.
πᾰλαιότης, -ητος, , αρχαιότητα, παλαιότητα, σε Ευρ., Πλάτ.
πᾰλαιό-φρων, -ονος, , (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.